Κάποιοι έχουν αποθαρρυνθεί από την κατάσταση και προτείνουν την αυτοκτονία ως τη λύση στα «δεινά που επιφέρει το Μνημόνιο».
Πολλοί νοσταλγούν την εποχή του Ντελόρ, του Κολ, του Μιτεράν και άλλων πολιτικών της Γηραιάς Ηπείρου, οι οποίοι «σε αντίθεση με τους σημερινούς ηγέτες, επειδή έζησαν τη φρίκη του Πολέμου, δεν θα έκαναν ποτέ κάτι να ρισκάρουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα». Αυτό, αν και δεν μπορεί να πιστοποιηθεί αντικειμενικά, πρέπει να είναι αλήθεια. Οι μνήμες του πιο αιματηρού πολέμου στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε το πρώτο κινούν για την Ευρωπαϊκή Ενωση και επί μακρόν η κινητήριος δύναμή της.
Οι βιωμένες μνήμες παίζουν μεγάλο ρόλο στην πολιτική συμπεριφορά. Μπορούμε να το δούμε και στα δικά μας, ειδικά σε ό,τι αφορά τη στάση απέναντι στο ευρώ. Μία δημοσκόπηση της Marc (Alpha 18.3.2015) πιστοποιεί αυτό που έγραφε ο συνάδελφος Κωνσταντίνος Ζούλας: «Ενα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού (αυτό που είναι κάτω των 35-40 ετών) δεν έχει καμία ουσιαστική μνήμη δραχμής. Η πλειονότητα των σημερινών 40άρηδων περισσότερο τη θυμάται ως χαρτζιλίκι, ενώ οι 35άρηδες είναι βέβαιο ότι δεν πρόλαβαν καν να πληρωθούν σε δραχμές, γιατί το 2002 που κυκλοφόρησε το ευρώ είχαν μόλις τελειώσει το σχολείο. Επομένως, ένα καθοριστικό τμήμα του εκλογικού σώματος, που εν πολλοίς χάρισε τη νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ, αγνοεί πλήρως τι σημαίνει εθνικό νόμισμα και πολύ περισσότερο την καταστροφή μιας οικονομίας από τη διαρκή υποτίμησή του («Καθημερινή» 7.2.2015).
Η δημοσκόπηση της Marc το πιστοποιεί: Στις ηλικίες 18-54 ετών το 42,8% προκρίνει την επιστροφή στη δραχμή έναντι 52% που προκρίνει «παραμονή στο ευρώ με μνημονιακά μέτρα». Στις ηλικίες 55 και άνω μόνο 23,1% προκρίνουν την επιστροφή στη δραχμή, ενώ 69,7% είναι υπέρ του ευρώ έστω με μνημονιακά μέτρα. «Οι νέοι αυτοί πολίτες», έγραφε ο κ. Ζούλας, «στους οποίους σημειωτέον συγκαταλέγονται οι Αλ. Τσίπρας, Ν. Παππάς, Γ. Σακελλαρίδης –δηλαδή όλη η ηγεσία του Μαξίμου– δεν έχουν καν βιώσει τι σημαίνει σε μια οικονομία το δολάριο να ανταλλάσσεται το 1980 με 42 δραχμές και να φτάνει λόγω διαρκών υποτιμήσεων το 1983 στις 100 δραχμές και το 1985 στις 150 δραχμές (αληθινές είναι αυτές οι ισοτιμίες)… Και καθώς δεν έχουν μνήμη εθνικού νομίσματος, θεωρούν αδιανόητο π.χ. στα ράφια των σούπερ μάρκετ να μην υπάρχουν ξένα προϊόντα, να ανασταλεί η εισαγωγή βενζίνης, να μην μπορούν να ταξιδεύουν οπουδήποτε χωρίς βίζα, να εκτοξευθούν οι τιμές όλων των εισαγόμενων προϊόντων κατά 200% ή 300%, να μην μπορούν να παραγγείλουν τίποτα έστω μέσω Ιντερνετ. Τους φαίνεται εξωπραγματικό οι τράπεζες ξαφνικά να μας δώσουν σφραγισμένα “ελληνικά ευρώ” τα οποία καθημερινά θα χάνουν την αξία τους έναντι των κανονικών ευρώ που θα διακινούνται σε μαύρη αγορά» («Καθημερινή», 7.2.2015).
Σημειώναμε κι εμείς από αυτή τη στήλη ότι «πολλοί που έχουν αποθαρρυνθεί από την κατάσταση προτείνουν την αυτοκτονία ως τη λύση στα “δεινά που επιφέρει το Μνημόνιο”. Προτείνουν ή υπονοούν ότι η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα με τη δραχμή. Ακόμη χειρότερα: προωθούν με τα έργα τους αυτή τη λύση. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι περισσότεροι θυμούνται λειψά τον “παλιό καλό καιρό” της νομισματικής μας ανεξαρτησίας. Δεν θυμούνται ότι τα στεγαστικά δάνεια είχαν επιτόκιο 24%-28% και ότι επιχειρηματικά δάνεια έπαιρναν μόνο οι “κολλητοί” και τα ΜΜΕ. Θα πρέπει να θυμούνται επίσης τον πληθωρισμό στο 20% και την απίστευτη ταλαιπωρία στα τελωνεία για να πάρουν ένα βιβλίο που τους ήρθε δώρο από το εξωτερικό. Μπορεί η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων σε πραγματικές τιμές να μειώθηκε από το 2009, αλλά παραμένει μεγαλύτερη από το 1999, πριν μπούμε στο ευρώ. Ακόμη και τα σημερινά πετσοκομμένα εισοδήματα αγοράζουν περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες από όσα αγόραζαν τα εισοδήματα προ δεκαπενταετίας» («Καθημερινή», 25.11.2011).
Σήμερα, μετά την πρωτοφανή για την ιστορία της Ευρώπης περίοδο ειρήνης, πολλά θεωρούνται κεκτημένα. Οι πολιτικοί, που γεννήθηκαν μετά τον Πόλεμο, δεν μπορούν να αντιληφθούν τη σωρευτική επίδραση των γεγονότων, που αν αφεθούν ανεξέλεγκτα καταλήγουν σε μεγάλες καταστροφές. Ο συγγραφέας του βιβλίου «Τι γίνεται αν η Ευρώπη διαλυθεί;» (εκδ. Μεταίχμιο), Χέιρτ Μακ, μελέτησε πολύ τις εφημερίδες στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: «Ηταν μια εμπειρία που με άφησε άναυδο. Στην καλοκαιρινή Βιέννη του 1914 όλα συνέχιζαν κανονικά για αρκετές εβδομάδες. Στα πρωτοσέλιδα κυριαρχούσε το ερώτημα ποιος είχε προσκληθεί στην κηδεία του δολοφονηθέντος διαδόχου και της γυναίκας του, στο χρηματιστήριο άρχισε να επικρατεί μια ράθυμη καλοκαιρινή διάθεση, μονάρχες και σημαντικοί πολιτικοί έφυγαν για διακοπές… Η Βιέννη του τότε ήταν ένας κόσμος βεβαιοτήτων, έγραφε ο Στέφαν Τσβάιχ στα απομνημονεύματά του, ένας κόσμος που έμοιαζε να συνεχίζει επ’ άπειρον και εν τούτοις όλα ξαφνικά τέλειωσαν, για πάντα, “μια τραγική συνέπεια μιας εσωτερικής δυναμικής που είχε συσσωρευτεί επί σαράντα χρόνια”».
Ο συγγραφέα φοβάται ότι θα σβήσει το ευρωπαϊκό όνειρο χωρίς να γίνει αντιληπτό, «Επανειλημμένα, η ιστορία του 20ού αιώνα δείχνει ότι το αδιανόητο μπορεί ξαφνικά να γίνει αναπόφευκτο», σημειώνει ο Χέιρτ Μακ. Μεγαλύτερος κίνδυνος για τον Ολλανδό δημοσιογράφο και συγγραφέα είναι ένας νέου τύπου εθνικισμός. «Σε πολλές χώρες ο εθνικισμός έχει υποστεί μια πλήρη μεταμόρφωση σε σχέση με τη δεκαετία του τριάντα, από έναν λαϊκό εθνικισμό –με έμφαση σε αίμα, έδαφος και καθαρότητα– σε έναν κρατικό εθνικισμό, με έμφαση στο εθνικό κράτος ως προστάτη του δικαίου, της δημοκρατίας, αλλά τουλάχιστον εξίσου και των συντάξεων και άλλων κοινωνικών κεκτημένων».
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η διδαχή της ιστορίας είναι λειψή και εθνοκεντρική. Οι νέοι δεν αναπτύσσουν κριτική σχέση με το παρελθόν. Μαθαίνουν αγωνιστικά παραμύθια, είτε εθνικά στο σχολείο είτε αριστερά στις παρέες τους στο Διαδίκτυο κ.λπ. Αυτό για τον κ. Δημήτρη Ψυχογιό επηρεάζει πολιτικές συμπεριφορές. «Η αριστερή “αγωνιστική ερμηνευτική” της Ιστορίας είναι υπεύθυνη για τη μεταπολιτευτική ανοχή απέναντι στην τρομοκρατία και στη βία των διαδηλώσεων και των καταλήψεων, που έχουν κοστίσει δεκάδες νεκρούς, ανυπολόγιστες καταστροφές, διέλυσαν το κέντρο της Αθήνας: όλα αυτά ήσαν “δίκαιοι αγώνες”. Η δεξιά “αγωνιστική ερμηνευτική” είναι υπεύθυνη για τα μεταπολιτευτικά εθνικιστικά αδιέξοδα της εξωτερικής πολιτικής και την πρόσφατη ανάδυση και ταχύτατη εξάπλωση της ακροδεξιάς ιδεολογίας και βίας – ύπουλης βίας, που ισχυρίζεται ότι προσπαθεί να αποκαταστήσει τον νόμο και την τάξη…».
Αυτή η στρεβλή ανάγνωση της Ιστορίας μπορεί να εξηγήσει το μεγάλο ποσοστό αποδοχής της δραχμής στη νέα γενιά και το ακόμη υψηλότερο ποσοστό (45,1%) στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Αδαείς περί την Ιστορία και χωρίς βιωμένες εμπειρίες, πολλοί θεωρούν αναφαίρετο κεκτημένο το γεγονός ότι κάποιος μπορεί σήμερα να ταξιδέψει στη Ρώμη, στο Παρίσι, στο Βερολίνο κ.ά. έχοντας μόνο το εισιτήριό του. Ελάχιστοι θυμούνται την αναμονή για βίζα, τις ουρές στις τράπεζες για να εγκριθεί το λιγοστό συνάλλαγμα, το κρύψιμο δολαρίων στις βαλίτσες και τους τελωνειακούς που χαράτσωναν ακόμη και βιβλία που έρχονταν από την αλλοδαπή. Ολα αυτά έχουν την ίδια μοίρα με το όραμα των πρωτεργατών της ευρωπαϊκής ενοποίησης· όπως κανείς δεν πιστεύει σήμερα ότι θα γίνει πόλεμος στην Ευρώπη, έτσι ουδείς φαντάζεται να ζει σε μια χώρα με αποκλεισμένα σύνορα. Ο Αγγλος συγγραφέας H. G. Wells είχε γράψει ότι «η ανθρώπινη ιστορία γίνεται όλο και περισσότερο ένας αγώνας μεταξύ εκπαίδευσης και καταστροφής». Αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο για την Ελλάδα σήμερα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.4.2015