Η ρητορεία με τις φανταχτερές λέξεις μπολιάζει όλο και περισσότερο τον αριστερό λόγο και τελικά αποκρύπτει τα πραγματικά προβλήματα του τόπου. Ο πληθωρισμός των λέξεων λειτουργεί σαν τον πληθωρισμό στην οικονομία. Διαβρώνει αξίες.
Το καλοκαίρι του 2002, συνιστώσες της Αριστεράς επιχείρησαν να πείσουν την ελληνική κοινωνία ότι οι κουμπουροφόροι της «17 Νοέμβρη» δεν διέπρατταν απλές δολοφονίες, αλλά έκαναν «πολιτικά εγκλήματα». Οταν μάλιστα συνελήφθησαν, δεν τους χαρακτήρισαν «κατηγορούμενους για δολοφονίες» αλλά «πολιτικούς κρατούμενους». Το γνωστό, μάλιστα, «Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα» επιμένει μέχρι και σήμερα ότι τα παιδιά με τα κουμπούρια και τα μπαζούκας απλώς έκαναν κάτι σαν πολιτική εκστρατεία, με λίγο θόρυβο παραπάνω του κανονικού.
Σε μανιφέστο που εξέδωσε το εν λόγω Δίκτυο πριν από έναν χρόνο πληροφορεί τις «Συλλογικότητες και συντρόφους-ισσες από τον αριστερό και τον αντιεξουσιαστικό χώρο» ότι συγκρότησε τη «Δράση για την Ελευθερία», η οποία έχει στόχο «την ανάπτυξη του κινήματος αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους, που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε ύφεση, ενώ οι έγκλειστοι στην ειδική πτέρυγα των Φυλακών Κορυδαλλού συνεχίζουν, περίπου οκτώ χρόνια μετά το τρομοκαλοκαίρι του 2002, να βιώνουν την κρατική αυθαιρεσία και εκδικητικότητα. Το κίνημα αλληλεγγύης (…) επείγει να ξαναβρεί το βηματισμό του και να περάσει σε μια νέα φάση, αυτή του αγώνα για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Αποτελεί κοινή μας πεποίθηση ότι οι πολιτικοί κρατούμενοι είναι αγωνιστές του κινήματος και η οργάνωση για τη δράση της οποίας καταδικάστηκαν (οι περισσότεροι με έωλα ή κατασκευασμένα στοιχεία), η 17Ν, υπήρξε αντικαπιταλιστική επαναστατική οργάνωση. Θεωρούμε, λοιπόν, καθήκον μας, ανεξάρτητα από τη συμφωνία ή τη διαφωνία μας με τη δράση και τις απόψεις της 17Ν, ανεξάρτητα από τη συμφωνία ή τη διαφωνία μας με τη στάση πολιτικών κρατουμένων μετά τη σύλληψή τους, να αγωνιστούμε για την απελευθέρωσή τους, να κινητοποιηθούμε για να σταματήσουν οι διακρίσεις εις βάρος τους…».
Αυτού του τύπου η ρητορεία με τις φανταχτερές λέξεις («πολιτικοί κρατούμενοι», «τρομοκαλοκαίρι του 2002», «αγωνιστές του κινήματος» κ. λπ.) μπολιάζει όλο και περισσότερο τον αριστερό λόγο και δεν περιορίζεται για «απελευθερωτικούς» σκοπούς, όπως είναι η αποφυλάκιση των «αγωνιστών του κινήματος» της (απλώς) «αντικαπιταλιστικής επαναστατικής οργάνωσης» «17 Νοέμβρη». Μετά κάθε διαδήλωση μαθαίνουμε ότι «Ζούμε σε αστυνομικό κράτος», όπου «βασιλεύει ο τρόμος» και γίνεται «χημικός πόλεμος» και οι «δυνάμεις καταστολής» «παραβιάζουν σωρηδόν και αδιακρίτως τα ατομικά δικαιώματα». Η παρουσία αστυνομικών στο λιμάνι, όταν οι ναυτεργάτες δεν άφηναν τα πλοία να αποπλεύσουν, χαρακτηρίστηκε «φασιστική κατοχή του Πειραιά».
Από την άλλη, η μεγαλοστομία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ χαρακτηρίζουν τη σημερινή εποχή «ημέρες Κατοχής», ενώ ο κ. Αλαβάνος ελάλησε ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδος είναι ο Πινοσέτ της Ε. Ε. επειδή έφερε το ΔΝΤ στην Ευρώπη, ενώ ο κ. Παναγιώτης Λαφαζάνης υποστήριξε ότι η κυβέρνηση (και κάποιοι άλλοι, που δεν κατονόμασε) συμπεριφέρονται «ως σύγχρονοι Κουίσλινγκ της Κομισιόν, του ΔΝΤ και των κεφαλαιαγορών».
Η ίδια μεγαλοστομία χαρακτηρίζει και τα διάφορα κινήματα «δεν πληρώνω», τα οποία χαρακτηρίζονται συλλήβδην ως «κινήματα ανυπακοής». Ακούγονται ως επιχειρήματα το δικαίωμα στην επανάσταση του Τζον Λοκ, η «πολιτική ανυπακοή» του Χένρι Ντέιβιντ Θορό και άλλα εκτός της συγκυρίας κι εκτός της λογικής. Ο μεγάλος Βρετανός φιλόσοφος Τζον Λοκ, για παράδειγμα, έγραψε στη «Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως» ότι οι άνθρωποι σύμφωνα με τον φυσικό νόμο γεννιούνται τελείως ελεύθεροι. Συναινούν να θυσιάσουν μέρος της ελευθερίας τους για να σχηματίσουν οργανωμένες κοινωνίες, αλλά αυτή η θυσία υπόκειται στους κανόνες ενός άρρητου κοινωνικού συμβολαίου. Τα άτομα υπόκεινται τη διακυβέρνηση με αντάλλαγμα την ασφάλεια και από εξωτερικές απειλές, αλλά και από απειλές στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία που προέρχονται από άλλα μέλη της κοινότητας. Διακυβέρνηση, όμως, χωρίς τη συναίνεση των κυβερνωμένων δεν είναι μόνο τυραννία. Αποτελεί απειλή στην ασφάλεια των ατόμων, αυτή την ασφάλεια που το κράτος πρέπει να παρέχει. Ετσι θεμελιώνεται το δικαίωμα στην επανάσταση. Ο λαός οφείλει να εξεγερθεί αμυνόμενος στην απειλή που αποτελεί μια απολυταρχική κυβέρνηση. Ο Θορό αρνήθηκε να πληρώσει έναν συγκεκριμένο φόρο, διότι δεν θέλησε να χρηματοδοτήσει με τον οβολό του ένα άδικο πόλεμο. Δεν το έκανε προς ίδιον όφελος (το πλήρωσε με βραχύβια φυλάκιση) και επίσης δεν το έκανε για τα 2,30 ευρώ των διοδίων, ούτε για το 1,40 των λεωφορείων.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο γλωσσικός πληθωρισμός τελικώς αποκρύπτει υπαρκτά προβλήματα αντί να βοηθά στην επίλυσή τους. Υπάρχουν κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας, τα οποία όμως διά της διαρκούς καταγγελίας περνούν πλέον απαρατήρητα. Λειτουργεί ο μύθος του βοσκού με τα πρόβατα. Οταν καταγγέλλεις ως αστυνομική αυθαιρεσία την απλή επιβολή της τάξης, στο τέλος κανείς δεν ακούει τις καταγγελίες πραγματικής αυθαιρεσίας. Οταν διευρύνεις το «κίνημα του τζάμπα» παντού, κατ’ ουσίαν αποκρύπτονται τα πραγματικά προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν με συμβάσεις παραχώρησης των εθνικών οδών, τα διόδια σε παράπλευρους δρόμους κ. λπ. Οταν μιλάς για «Πινοσέτ της Ευρώπης» κατ’ ουσία προσβάλλεις τα χιλιάδες θύματα του χιλιανού λαού που μαρτύρησαν από τις δυνάμεις του αιμοσταγούς δικτάτορα. Ο πληθωρισμός των λέξεων λειτουργεί σαν τον πληθωρισμό στην οικονομία. Διαβρώνει αξίες.
Ο Γκαίτε κάποτε είχε γράψει πως «όταν αποτυγχάνουν οι ιδέες, χρήσιμο είναι να έχεις λέξεις». Ο διογκούμενος πληθωρισμός των χαρακτηρισμών από ένα μέρος της Αριστεράς πιθανώς να έχει να κάνει με τη συρρικνούμενη ιδεολογική της κυριαρχία.
Η Αριστερά απήλαυσε σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση μια απροϋπόθετη πρωτοκαθεδρία στον χώρο των ιδεών. Μπορούσε να απαξιώσει αντιπάλους ή αντίπαλα ρεύματα ιδεών με ένα μόνο επίθετο, π. χ. «φασίστας» ή, χειρότερα, «νεοφιλελεύθερος». Αυτό, όμως, ήταν και η αχίλλειος πτέρνα της. Επί πολλά έτη δεν μπόλιασε διαλεκτικά το ιδεολογικό της οπλοστάσιο (οι θέσεις της δεν αντιπαραβάλλονταν με αντιθέσεις για να προκύψουν οι νέες συνθέσεις) με αποτέλεσμα η επεξεργασία των προβλημάτων να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το πραγματικό. Αυτή η κυριαρχία δημιούργησε αφενός μια ιδεολογική υπεροψία και αφετέρου ένα διογκούμενο φαντασιακό σύμπαν, το οποίο όμως δεν λύνει πραγματικά προβλήματα. Οσο όμως δεν προτείνονται πραγματικές λύσεις σε πραγματικά προβλήματα, τόσο φθίνει η κυριαρχία, και όσο φθίνει η κυριαρχία τόσο επιστρατεύονται μεγαλοστομίες. Οι μεγαλοστομίες με τη σειρά τους αναδεικνύουν όλο και περισσότερο την ιδεολογική γύμνια και αρχίζει ένας σπειροειδής κύκλος με όλο και πιο ανεδαφικές θέσεις και όλο και μεγαλύτερες κουβέντες. Για να καταλήξουμε στις αφισέτες του κ. Αλαβάνου με σύνθημα: «Για να βρούνε δουλειά οι νέοι, είμαστε έτοιμοι να πάμε και φυλακή».
Διαβάστε
Γιάννης Καλλιόρης, «Η ξύλινη γλώσσα. Γλωσσολογικοί, ιστορικοί και ιδεολογικοί προσδιορισμοί του αριστεροκομματικού ιδιώματος», εκδ. Αρμός
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.2.2011