Η κυβέρνηση δυστυχώς αποφάσισε να αντιμετωπίσει και το θέμα της διαφθοράς στο επίπεδο μόνο της επικοινωνίας.
H περίοδος με τη μικρότερη διαφθορά ήταν κατά την πρώτη διακυβέρνηση Σημίτη. Δεν το λέμε εμείς, συνάγεται απ’ όσα πανηγύρισε προχθές ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, διότι ο «Δείκτης Αντίληψης Διαφθοράς» (CPI) της Διεθνούς Διαφάνειας ανέβηκε κατά 0,1 μονάδες. Οπως δήλωσε στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών ο κ. Ρουσόπουλος, από την έκθεση του 2008 «προκύπτει ότι βαθμολογούμαστε με 4,7 από 4,6 το 2007, τη στιγμή που το 2003 και το 2004 είχαμε μείνει στο 4,3. Αυτή η μικρή αλλά σημαντική βελτίωση αποδεικνύει στην πράξη ότι τα μέτρα που έχουμε λάβει και κυρίως η εντατικοποίηση των ελέγχων, φέρνοντας τα πάντα στο φως, αποδίδει καρπούς και μάλιστα μετρήσιμους καρπούς». Μόνο που από τις εκθέσεις της ίδιας οργάνωσης προκύπτει ότι από το πρώτο έτος μέτρησης του δείκτη 1998 μέχρι το 2001 βρισκόμασταν στο 4,9 (με άριστα, πάντα, το 10). Το 2002 ο ίδιος δείκτης βυθίστηκε στο 4,2. Τις επόμενες δύο χρονιές ανέβηκε στο 4,3 (άρα ο κ. Πρωτόπαπας θα έπρεπε τότε να πανηγυρίζει για τη «μικρή αλλά σημαντική βελτίωση» που «αποδίδει καρπούς και μάλιστα μετρήσιμους καρπούς»).
Ζούσαμε, λοιπόν, σε μια ενάρετη χώρα μέχρι το 2001 (4,9 μονάδες), βυθιστήκαμε ξαφνικά στη διαφθορά το 2002 (4,2 μονάδες) και αρχίσαμε να βελτιωνόμαστε σταδιακά από το 2003 (4,3 μονάδες); Οχι. Επεκτείνοντας τη σκέψη του Μαρκ Τουέιν, θα λέγαμε «υπάρχουν ψέματα, μεγάλα ψέματα, στατιστικές και υπάρχουν οι δείκτες αντίληψης της διαφθοράς». Ο συγκεκριμένος δείκτης δεν μετρά το ύψος της διαφθοράς, αλλά την αίσθηση που υπάρχει στην κοινωνία για τη διαφθορά. Γι’ αυτό και η Ελλάδα έχασε και πέρυσι μία ακόμη θέση στη διεθνή κατάταξη (από την 56η θέση περάσαμε στην 57η): οι Σεϋχελλιανοί ένιωσαν ότι υπήρχε λιγότερη διαφθορά στη χώρα τους και μας προσπέρασαν.
Πιο ακριβής δείκτης για την πραγματική διαφθορά είναι το βαρόμετρο που εκδίδει η «Διεθνής Διαφάνεια» από το 2004 και μετά. Εκεί υπάρχει η κρίσιμη ερώτηση που διερευνά όχι τι εκτιμούν οι πολίτες, αλλά τι αναγκάστηκαν να κάνουν: «Κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, υποχρεωθήκατε εσείς ή κάποιο μέλος της οικογένειάς σας να δωροδοκήσετε κάποιον;» Με βάση τις απαντήσεις των πολιτών, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν θα έπρεπε να πανηγυρίζει, αλλά αντιθέτως να πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Το 2003 το 11% των Ελλήνων αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, το 2004 αυτό το ποσοστό ήταν 12%, το 2005 ανεβαίνει στο 17% και το 2006 φτάνει το 27%!
Το πρόβλημα με τη διαφθορά είναι βαθύ και σύνθετο. Δεν λύνεται με ξόρκια και πολύ περισσότερο με πανηγυρισμούς για στατιστικές αποκλίσεις του 0,1 σε ένα δείκτη που έχει εκ της δομής του πολύ υποκειμενισμό. Η καταπολέμηση της ασθένειας απαιτεί μακροπρόθεσμες και συνεκτικές πολιτικές, τη δημιουργία μηχανισμών ελέγχου και ισορροπιών κάθε εξουσίας. Η κυβέρνηση δυστυχώς αποφάσισε να αντιμετωπίσει και αυτό το θέμα στο επίπεδο μόνο της επικοινωνίας. Φιλοτεχνεί ανύπαρκτες εικόνες με αμφισβητούμενους δείκτες. Εν τω μεταξύ, ένας στους τέσσερις Ελληνες πρέπει να λαδώνει για να κάνει τη δουλειά του, ενώ βλέπει τη δημόσια γη να χάνεται με ανίερες διαδικασίες…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 26.9.2008