Στο δημόσιο υπάρχει ένας ιδιότυπος ανταγωνισμός για ελάχιστη προσπάθεια, που τελικά κοστίζει ανθρώπινες ζωές…
Το μεγαλύτερο θαύμα της κοινωνικής οργάνωσης είναι ότι υπάρχει. Ζούμε όχι μόνο διότι οι συνάνθρωποι μάς επιτρέπουν να ζούμε, αλλά γιατί μας διευκολύνουν να ζούμε. Υπάρχει ένα άρρητο συμβόλαιο συνύπαρξης, κάτι που εξασφαλίζει ότι ο οδηγός ενός αυτοκινήτου θα πατήσει φρένο αντί για γκάζι τη στιγμή που διασχίζουμε τον δρόμο, ότι ο ένοικος μιας πολυκατοικίας δεν θα πετάξει από τον τρίτο όροφο το παλιό του ψυγείο την ώρα που εμείς περνάμε από κάτω.
Οι ατομικές μας επιθυμίες και η προσωπική μας βολή παραμερίζεται για χάρη του γενικότερου καλού. Είναι λογικό: σε έναν κόσμο που οι οδηγοί δεν μειώνουν την ταχύτητα όταν περνά ένας πεζός, ουδείς είναι ασφαλής. Σε έναν κόσμο που δεν ισχύει το «πρόσεχε, ρε παιδάκι μου, θα σκοτώσεις κανέναν», το επόμενο θύμα είναι ο καθένας μας. Μια κοινωνική συμβίωση που δεν προϋπολογίζει τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των άλλων παύει να είναι συμβίωση.
Αυτά τα αυτονόητα, που προϋπήρχαν των γραπτών νόμων, μοιάζουν να μη λειτουργούν στην Ελλάδα. Σε μια χώρα που καταστρατηγούνται όλοι οι νόμοι, δεν θα μπορούσαν να γλιτώσουν οι άρρητες συμφωνίες. Ετσι ένας 48χρονος έχασε τη ζωή του σε έναν δρόμο της Κρωπίας διότι έπεσε με τη μοτοσικλέτα σε χαντάκι που άνοιξε συνεργείο του δήμου, λακκούβα που άφησαν ακάλυπτη και χωρίς σήμανση. Προ μηνός μια 40χρονη σκοτώθηκε, διότι ουδείς (απ’ όσους δηλώνουν σήμερα αναρμόδιοι) σκέφθηκε ή θέλησε να κάνει κάτι για μια ταμπέλα που κρεμόταν σαν λαιμητόμος έξω από τη Χαλκίδα.
Τα δύο αυτά περιστατικά δεν ήταν γραμμένα στ’ άστρα. Δεν ήταν προϊόν της κακοτυχίας των παθόντων. Οφείλονται στο γεγονός ότι κάτι που όλοι κάνουμε στην προσωπική μας ζωή -η κραυγή «πρόσεχε!», που βγάζουμε αν δούμε κάποιον άγνωστο σε κίνδυνο- αποφεύγουν να το κάνουν εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι να προσέχουν για τη ζωή και τη σωματική μας ακεραιότητα. Κι αυτό δεν πρέπει να είναι απλώς θέμα αδιαφορίας.
Είναι σίγουρο πως ο δήμαρχος Κρωπίας, ο περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας, ο νομάρχης Χαλκίδας και όσοι υπηρετούν στην αρμόδια διεύθυνση του ΥΠΕΧΩΔΕ για τη σήμανση των δρόμων, καθένας απ’ αυτούς θα φώναζε «πρόσεχε», αν διαπίστωνε ότι κάποιος βρίσκεται σε κίνδυνο. Αυτό το «πρόσεχε» που ως άτομα θα ένιωθαν την ηθική ευθύνη να εκστομίσουν, ως μέλη ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού αποφεύγουν να το κάνουν.
Το πιθανότερο είναι ότι μισούν τη δουλειά τους. Σε όλο το Δημόσιο, αλλά και σε ένα μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα, υπάρχει ένας ιδιότυπος ανταγωνισμός για ελάχιστη προσπάθεια. Πιθανώς όλοι να αισθάνονται πως για κάτι άλλο (πέρα από τη δουλειά τους) ήταν φτιαγμένοι και οι εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, οι ανάγκες της ζωής, το λαχείο που «δεν έκατσε», κάτι που τέλος πάντων στράβωσε στην πορεία, τους οδήγησε στο να προσέχουν τις λακκούβες. Ακόμη και δήμαρχος ή περιφερειάρχης να είναι κάποιος, πιθανότατα ζει με το παράπονο ότι κάποιος άλλος (κατά την άποψή του με λιγότερα προσόντα) κατέλαβε τη θέση του υπουργού, του βουλευτή κ.λπ. και σ’ αυτόν «τα συμφέροντα», «οι μηχανισμοί», το «κακό ριζικό» του έδωσαν τον άχαρο ρόλο να προσέχει τις ταμπέλες. Κι αυτός, απλώς αρνείται να το κάνει…
Ισως η εξήγηση να μην είναι επαρκής, αλλά αυτός ο κυνισμός που βολικά βαφτίσαμε αδιαφορία, δεν υπάρχει στα γονίδιά μας. Κάπως κοινωνικά σχηματίστηκε και διογκώθηκε.
Τόσο πολύ που πρέπει να είμαστε ευγνώμονες επειδή ζούμε, έστω εντελώς τυχαία. Διότι δεν ξέρουμε πόσες ταμπέλες έχουν φύγει από τη θέση τους και πόσες λακκούβες ξεσκέπαστες καραδοκούν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.7.2006