Αντί να καταπολεμάμε την διαφθορά μόνο (με πενιχρά, όπως αποδείχτηκε, αποτελέσματα) πρέπει να μειώσουμε τις ευκαιρίες διαφθοράς.
Αν δούμε προσεκτικά τη διαφθορά στον δημόσιο τομέα κι αναλογιστούμε τις προσπάθειες που έγιναν για την καταπολέμησή της, πρέπει να παραφράσουμε μια ελληνική παροιμία: «Με τους Ράμπο τα ελέγχουμε, με τα Σώματα Δίωξης τα κυνηγάμε, τι έχουν τα έρμα και διαφθείρονται»; Πραγματικά: έχουμε δημιουργήσει τόσα σώματα και διαδικασίες ελέγχου της διαφθοράς, που η διαφθορά έπρεπε να είναι άγνωστη λέξη στη χώρα. Εχουμε, Ελεγκτικό Συνέδριο, Ράμπο στον δημόσιο τομέα, ελεγκτές δημόσιας διοίκησης, επιτροπές ελέγχου δαπανών, φτιάχνουμε Ράμπο για τις δαπάνες, «πόθεν έσχες» κ.λπ. κι αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι η διαφθορά αυξάνεται αντί να μειώνεται. Εν μέρει είναι φυσικό: τις περισσότερες φορές διαφθείρονται και οι ελέγχοντες τη διαφθορά, με αποτέλεσμα να χρειαζόμαστε τριτοβάθμιες διαδικασίες ελέγχου, να φτιάξουμε δηλαδή Ράμπο για τους Ράμπο κατά της διαφθοράς. Μέχρι να διαφθαρούν κι αυτοί…
Ολα αυτά βέβαια προσθέτουν κόστος και γραφειοκρατία στο σύστημα, με αποτέλεσμα να αναρωτιόμαστε μερικές φορές μήπως είναι προτιμότερη λίγη αδιαφάνεια προς όφελος της ευελιξίας. Αν το προβάλουμε σε ένα παράλληλο πρόβλημα, αυτή ήταν και η ουσία της πρότασης του κ. Αβραμόπουλου. Παράκαμψη ενός μηχανισμού διαφάνειας (του ΑΣΕΠ) για να ξεκολλήσουν οι προσλήψεις στα νοσοκομεία.
Από την προηγούμενη, λοιπόν, εμπειρία διαπιστώνουμε δύο πράγματα. Οι μηχανισμοί ελέγχου όχι μόνο δεν επαρκούν, αλλά γίνονται σταδιακά θερμοκήπια επιπλέον διαφθοράς και τα νέα μέτρα καταπολέμησης της ασθένειας ακούγονται σαν την κραυγή «λύκος στα πρόβατα». Ολοι πλέον αδιαφορούν για τους νέους ελέγχους, διότι γνωρίζουν πως κάποιο τρόπο θα βρουν ώστε να ξεγλιστρήσουν. Ξέρουν από προηγούμενη εμπειρία ότι θα ανακατευτεί για λίγο η επιφάνεια του βαρελιού, ενώ τα ένζυμα της διαφθοράς θα κάνουν ξίδι όσο καλό κρασί κι αν ρίξουμε. Γνωρίζουν επίσης ότι τα μέτρα θα έχουν τόσο ευρεία εφαρμογή, κάτι που εξασφαλίζει ότι δεν θα εφαρμοστούν καθόλου. Κλασικό παράδειγμα το «πόθεν έσχες». Είναι τόσοι οι υπόχρεοι για δήλωση, ώστε όλοι είναι σίγουροι ότι δεν θα ελεγχθεί κανείς. Ετσι οι δικαστικές αρχές έχουν την υποχρέωση να δουν και τα «πόθεν έσχες» 10.000 δημοσιογράφων (οι οποίοι δεν διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα), κάτι που δεν τους αφήνει τον χρόνο να ελέγχουν αυστηρά και εις βάθος το «πόθεν έσχες» όσων διαχειρίζονται τα λεφτά μας. Ο μαξιμαλισμός των προθέσεων εξασφαλίζει το μίνιμουμ των αποτελεσμάτων.
Η λογική των ελέγχων λοιπόν είναι χρήσιμη και περιορισμένης εμβέλειας. Οσο πλατειάζει, τόσο αχρηστεύεται. Το ζήτημα είναι να αλλάξουμε οπτική. Αντί να καταπολεμάμε τη διαφθορά (με πενιχρά, όπως αποδείχτηκε, αποτελέσματα) πρέπει να μειώσουμε τις ευκαιρίες διαφθοράς. Και ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί αυτό είναι η μείωση του κράτους.
Κακά τα ψέματα. Η διαφθορά είναι συνακόλουθη του κράτους. Οσο μεγαλύτερο είναι, τόσες περισσότερες ευκαιρίες έχουν κάποιοι «να βάλουν το δάχτυλο στο μέλι». Και όσες περισσότερες ευκαιρίες διαφθοράς υπάρχουν, τόσο δυσχερέστερος γίνεται ο έλεγχος. Οχι μόνο γιατί δεν προλαβαίνουν οι ελέγχοντες, αλλά διότι η διαφθορά αποκτά υπόγεια κοινωνική στήριξη. Οταν οι ευκαιρίες διαφθοράς είναι διάχυτες και οι διεφθαρμένοι πληθαίνουν, τότε οι πολέμιοί της γίνονται γραφικοί. Η ίδια η κοινωνία νομιμοποιεί τη διαφθορά. Δεν δημιουργούνται αντικρουόμενα συμφέροντα που θα καταγγείλουν και θα καταπολεμήσουν τη σήψη. Ολοι ρίχνονται για να πάρουν ένα κομμάτι της πίτας. Με ποια λογική π.χ. ένας εφοριακός που λαδώνεται θα καταγγείλει έναν γιατρό που του ζήτησε φακελάκι; Κι όταν μέχρι και οι επιχειρηματίες ζουν από το κράτος, πώς θα οργισθούν εναντίον των συντεχνιών οι οποίες το λυμαίνονται;
Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε τα όρια των ελέγχων. Για να δούμε από κει και πέρα τι κάνουμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 5.7.2006