Χαμηλή συμμετοχή στα κοινά με υψηλή (λόγω νομικής υποχρέωσης) συμμετοχή στις εκλογές αφήνει μεγάλο περιθώριο να ανθίσει ο λαϊκισμός.
Προς στιγμήν δημιουργήθηκε ένας δημοκρατικός πανικός. Με αφορμή την υψηλή αποχή στον Δήμο της Αθήνας, πολλοί έσπευσαν να μοιρολογήσουν για το μέλλον της εγχώριας Δημοκρατίας, διότι οι φήμες ήθελαν χαμηλή συμμετοχή των ψηφοφόρων απ’ άκρου εις άκρον της χώρας. Τελικά, ο υπουργός Εσωτερικών διέλυσε τις φήμες: η αποχή πανελλαδικά κυμάνθηκε στα επίπεδα του 2002 και στις δημοτικές και στις νομαρχιακές εκλογές. Ετσι, αν μη τι άλλο, η Δημοκρατία έχασε ένα γύρο θρήνων για την ποιότητά της.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι στον Δήμο Αθηναίων παρουσιάστηκε υψηλότερη του συνήθους αποχή. Αυτό έχει να κάνει με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά του Δήμου. Στο κέντρο της πρωτεύουσας κατοικούν πολλοί μετανάστες που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, ενώ οι Αθηναίοι που μπορούν να ψηφίσουν δεν μένουν πλέον εκεί και φυσικό είναι να αδιαφορούν για τα ζητήματα του Δήμου. Οπότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι οι μετανάστες που αναζωογόνησαν την εθνική μας οικονομία και τα ασφαλιστικά μας ταμεία, θα αναζωογονήσουν και την πολιτική διαδικασία έχοντας το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές.
Στη χώρα μας βδελυσσόμαστε την αμερικανική αποχή στις προεδρικές εκλογές. Πιθανώς γιατί στο συλλογικό μας συνειδητό υπάρχει η αρχαιοελληνική διάκριση μεταξύ «ιδιώτη» και «πολίτη». Ισως πάλι επειδή είναι αμερικανική.
Παρατηρούμε, όμως, ότι και στην Ελλάδα εμφανίζονται τάσεις αποχής, παρά το ότι η συμμετοχή στις εκλογές παραμένει (έστω τυπικώς) υποχρεωτική. Στις τελευταίες ευρωεκλογές, για παράδειγμα, το πανελλαδικό ποσοστό συμμετοχής μειώθηκε στο 63%. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται τη σημασία που έχει κάθε εκλογική αναμέτρηση στη δική τους ζωή και αναλόγως ανταποκρίνονται. Ακόμη κι αν είναι Αμερικανοί ή καθ’ ημάς «αμερικανάκια».
Μπορεί να μας φαίνεται περίεργο, αλλά στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, ο πρόεδρος έχει αντίστοιχη σημασία για την καθημερινή ζωή των πολιτών, όσο σε εμάς το Ευρωκοινοβούλιο. Ο πρόεδρός τους μπορεί να κάνει πολέμους που μας ενοχλούν, αλλά έχει εξαιρετικά περιορισμένες αρμοδιότητες για να ασχοληθεί με το μέλλον όσων π.χ. επλήγησαν από τον τυφώνα «Κατρίνα». Με αυτά ασχολούνται οι εκλεγμένοι κυβερνήτες των Πολιτειών που είναι (τηρουμένων των αναλογιών) οι αντίστοιχοι πρωθυπουργοί και στην εκλογή αυτών η συμμετοχή των Αμερικανών είναι πολύ μεγαλύτερη.
Προς τι όμως ο πρόσκαιρος πανικός για την αποχή στις δημοτικές εκλογές, η θλίψη για τις ευρωεκλογές και η απαρέσκεια για τη μικρή συμμετοχή στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές; Τι κακό έχει η αποχή από την κάλπη, όταν είναι το επιστέγασμα μιας συνολικότερης αποχής από τα κοινά;
Μην παρεξηγηθούμε: βεβαίως και θα πρέπει να μας θλίβει η αυξανόμενη αποχή των πολιτών από τα κοινά. Δεν πρέπει όμως να θλιβόμαστε για το σύμπτωμα, δηλαδή για την αποχή από τις εκλογές. Πολλές φορές, θεραπεύοντας το σύμπτωμα, δεν κρύβουμε απλώς την ασθένεια, αλλά την επιδεινώνουμε. Χαμηλή συμμετοχή στα κοινά με υψηλή (λόγω νομικής υποχρέωσης) συμμετοχή στις εκλογές αφήνει μεγάλο περιθώριο να ανθήσει ο λαϊκισμός.
Δηλαδή, σε μια χώρα με την χαμηλότερη αναγνωσιμότητα εφημερίδων στον δυτικό κόσμο, η αποχή μπορεί να αποδειχθεί τελικά ευεργετική για το πολιτικό σύστημα. Οι πολιτικοί δεν θα λειτουργούν με βάση τους παροξυσμούς των καναλιών και οι πολίτες δεν θα ψηφίζουν με βάση ποιος «γράφει καλύτερα στο γυαλί». Οποιοι ενδιαφέρονται πραγματικά πρέπει να ψηφίζουν. Ο ανεπεξέργαστος λαϊκιστικός λόγος δεν θα έχει ελπίδα σε ένα εκλογικό σώμα που αποτελείται κυρίως από συνειδητοποιημένους ψηφοφόρους.
Η υποχρεωτική ψήφος εμπεριέχει ένα παράλογο πατερναλισμό: Το δικαίωμα γίνεται διά νόμου καθήκον. Αλλά αυτό που πραγματικά πρέπει να μας απασχολεί είναι η πραγματική συμμετοχή των πολιτών κι όχι μια φορά στα τέσσερα χρόνια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17.10.2006