Χρειάζεται αρετήν και τόλμην η ελευθερία. Το ίδιο κι ένα πραγματικά φιλελεύθερο Σύνταγμα.
Η συνταγματική αναθεώρηση του 2000 θα μείνει στην ιστορία ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Τα αποτελέσματά της ήταν ορατά την επομένη της ψήφισής της, όταν το πολιτικό προσωπικό έψαχνε τρόπους παράκαμψής της, είτε στο θέμα του ασυμβίβαστου της εργασίας των βουλευτών είτε στο θέμα της μονιμοποίησης των συμβασιούχων είτε αργότερα στο θέμα του βασικού μετόχου, που τόσο μας ταλαιπώρησε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Όλα αυτά είναι τα μικρά παθήματα της προηγούμενης αναθεώρησης και θα διορθωθούν με τη μέλλουσα. Υπάρχει, όμως, ένα μεγάλο μάθημα που πρέπει να γίνει κτήμα ολόκληρου του πολιτικού κόσμου. Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος του κράτους και σ’ αυτόν δεν πρέπει να γίνονται νομικοί ακροβατισμοί σαν κι αυτούς που έκανε ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και κυρίως δεν πρέπει να διαμορφώνεται με βάση την πολιτική συγκυρία.
Αν αναλογιστούμε το κλίμα μέσα στο οποίο έγινε η προηγούμενη αναθεώρηση, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί έχουμε ένα ανεφάρμοστο Σύνταγμα με λεπτομερείς, μέχρι γελοιότητας, διατάξεις. Εκείνη την εποχή υπήρχε μια αριστερή υστερία περί διαπλοκής, την οποία άκριτα υιοθέτησε και η Νέα Δημοκρατία, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η παράγραφος 9 του άρθρου 14. Είναι αυτό το άρθρο, που ύστερα από δύο εκτελεστικούς νόμους αποφασίσαμε ότι πρέπει να το αναθεωρήσουμε. Όχι μόνο γιατί είναι ασύμβατο με το κοινοτικό κεκτημένο, αλλά γιατί είναι ασύμβατο με τη λογική.
Υπήρχε δεδηλωμένη αδυναμία των τότε κυβερνώντων να αντισταθούν στις πιέσεις των συμβασιούχων για μονιμοποίηση, κι αυτή η αδυναμία έγινε συνταγματική απαγόρευση.
Υπήρχε η λαϊκιστική πίεση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιους βουλευτές οι οποίοι ως δικηγόροι υπερασπίστηκαν εμπόρους (;) ναρκωτικών και φτάσαμε πάλι σε μια ανόητη συνταγματική απαγόρευση.
Το πρόβλημα της προηγούμενης αναθεώρησης ήταν η δειλία του πολιτικού προσωπικού, αφενός, να αντιμετωπίσει με πολιτικό τρόπο τα πολιτικά κι αφετέρου να προχωρήσει σε αναθεώρηση διατάξεων που ήταν πλέον παρωχημένες και τροχοπέδη στην ανάπτυξη της Δημοκρατίας και της χώρας. Αυτή η δειλία για το επονομαζόμενο πολιτικό κόστος είχε αποτέλεσμα ένα σύνταγμα, το οποίο αντί να θεραπεύει ασθένειες του πολιτικού συστήματος να δημιουργεί νέα προβλήματα.
Αυτή και η επόμενη Βουλή θα έχουν μια χρυσή ευκαιρία να μείνουν στην ιστορία. Αρκεί να αρθούν πάνω από τη συγκυρία και να μην υπολογίσουν το πολιτικό κόστος μιας γενναίας, ευρωπαϊκής και σε βάθος αναθεώρησης. Αρκεί, ασχολούμενη με τα μικρά, να ασχοληθεί και με τα μεγάλα. Και τα μεγάλα είναι τρία. Άρση της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων (ένας αναχρονισμός του περασμένου αιώνα που δεν έχει πλέον καμιά χρησιμότητα), εκκοσμίκευση του θεμελιώδους νόμου του κράτους (η εκκλησία δεν χρειάζεται συνταγματικές διατάξεις που να αναφέρουν ότι επικρατούσα θρησκεία είναι η ορθοδοξία. Είναι αυτονόητο) και φιλελευθεροποίηση διατάξεων που πνίγουν την επιχειρηματικότητα και τον Τύπο.
Τρεις δρόμους έχει η Βουλή. Αυτή η αναθεώρηση μπορεί να είναι απλώς διορθωτική της προηγούμενης και να μείνει την ιστορία σαν το «παράδοξο Βενιζέλου-Παυλόπουλου» (ή όποιος άλλος είναι ο εισηγητής της τωρινής πλειοψηφίας), αφού σε οκτώ μόλις χρόνια ο πρώτος συνέταξε και ο δεύτερος αναθεώρησε. Μπορεί να είναι διορθωτική της προηγούμενης με κάποια πασαλείμματα. Μπορεί, επίσης, να είναι τολμηρή, αντάξια μιας χώρας που θέλει να γίνει πρωταγωνίστρια στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Το τελευταίο δεν γίνεται αν δεν «σπάσουν αυγά». Χρειάζεται διάλογος, νουθεσία και πιθανώς συγκρούσεις με παρωχημένες αντιλήψεις που ενδημούν και στο δημόσιο τομέα, στην Αριστερά και στην εκκλησία. Μόνον έτσι, όμως, αυτή η αναθεώρηση θα μείνει ιστορική. Διότι χρειάζεται αρετήν και τόλμην η ελευθερία. Το ίδιο κι ένα πραγματικά φιλελεύθερο Σύνταγμα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 24.12.2005