Πικρά διδάγματα από μια ταραγμένη τριετία (1964-1967) που έστρωσε το δρόμο στη δικτατορία…
Τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μπορούν να αποτελέσουν ένα θαυμάσιο εγχειρίδιο δημιουργίας πολιτικών κρίσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε αντιδημοκρατικές εκτροπές. Όλοι οι πρωταγωνιστές της ταραγμένης περιόδου 1964-1968, όπως τουλάχιστον εμφανίζονται στα αρχεία, έσερναν αργά αλλά σταθερά το καράβι της Δημοκρατίας στους υφάλους των Συνταγματαρχών ή έστω κάποιας άλλης εκτροπής που θα είχε βασιλική βούλα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου με δυσκολία κρατούσε τον ετερόκλητο συνασπισμό φιλόδοξων πολιτικών στο (κατά την αβερώφειο έκφραση) «μαντρί» της Ένωσης Κέντρου. Τα κόλπα όμως τέλειωναν, όπως διαπίστωνε και η εν Αθήναις Αμερικανική Πρεσβεία. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις ήταν ορατές από τα μέσα Ιουνίου του 1965, πριν ξεσπάσει η διαφωνία με το νεαρό τότε Κωνσταντίνο. «Βασικά η κυβέρνηση τώρα πληρώνει τα συσσωρευμένα λάθη του περασμένου χρόνου», έγραφε σε απόρρητο τηλεγράφημα προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο ανώνυμος αναλυτής της πρεσβείας. «Οι περίπλοκες ισορροπίες του Πρωθυπουργού στο παιγνίδι της μίας ομάδας εναντίον της άλλης – που τόσο πολύ τον βοήθησαν να κρατήσει το κόμμα ενωμένο – μοιάζουν να καταρρέουν, καθώς η κριτική του κόμματος κατά της ηγεσίας που ασκεί ο πρωθυπουργός γίνεται όλο και μεγαλύτερη».
Αυτό ήταν φυσικό, αφού Ένωση Κέντρου ήταν ένα κόμμα απλώς … αντιδεξιό. Δεν είχε συγκροτημένη πολιτική, ούτε φιλοσοφία για το πού πρέπει να πάει η χώρα. Ήταν συνασπισμός απλώς μεγάλων ονομάτων, που χώρια δεν μπορούσαν (να καταλάβουν την εξουσία) και μαζί δεν έκαναν. Οι απόψεις τους βρισκόταν σε ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα. Από τον Ανδρέα Παπανδρέου που θα μπορούσε να είναι σε αριστερή φράξια της ΕΔΑ (σε επίπεδο ρητορείας, βέβαια – πάντα ο πρώην πρωθυπουργός σε επίπεδο ρητορείας ήταν κάτι άλλο απ’ ό,τι ήταν τοις πράγμασι), μέχρι τον υπουργό Αμυνας Πέτρο Γαρουφαλλιά ο οποίος δεν έδινε αναφορά στον προϊστάμενό του πρωθυπουργό, αλλά σ’ αυτόν που ήταν εγγυητής του Πολιτεύματος, δηλαδή στον Μονάρχη. Αριστερά και δεξιά λοιπόν του πρωθυπουργού υπήρχε χάσμα απόψεων το οποίο ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκέραζε με λεπτές παρασκηνιακές κινήσεις.
Παράγοντας αστάθειας στο ευπαθές ούτως ή άλλως δημοκρατικό καθεστώς ήταν και ο Ανδρέας Παπανδρέου, τα πυροτεχνήματα του οποίου όλοι έμοιαζαν να τα παίρνουν στα σοβαρά. Ο ίδιος εξάλλου ήταν ημι-υπόδικος για την υπόθεση «Ασπίδα», μια κίνηση αξιωματικών «αριστερών» για τα γούστα της εποχής πεποιθήσεων που περισσότερο θόρυβο έκανε στις δεξιές εφημερίδες παρά ουσία είχε. Τα εμπρηστικά όμως λόγια του υιού του πρωθυπουργού, δημιουργούσαν ρίγη τρόμου σε μία τάξη ανθρώπων που με αίμα κράτησε την Ελλάδα στο δυτικό μπλοκ, όπως και σε αρκετούς αμερικανούς παράγοντες που εκείνη την εποχή ήταν στα χαρακώματα του Ψυχρού Πολέμου. Ο ίδιος ο Ανδρέας (ως συνήθως) δεν έμοιαζε να έχει συναίσθηση εκείνων που έλεγε δημόσια και για τα οποία απολογούνταν ο πατέρας του ιδιωτικά. Στη συνάντηση που είχε ο αμερικανός πρέσβης Phillip Talbot με τον Γεώργιο Παπανδρέου, παρόντων άλλων δύο αμερικανών αξιωματούχων, ο γηραιός πρώην πρωθυπουργός «άρχισε να απολογείται για την ομιλία του γιου του Ανδρέα στους ξένους ανταποκριτές στις 7 Mαρτίου 1967. «Δυστυχώς» είπε ο Γ. Παπανδρέου, «ο Ανδρέας προσπαθεί να γίνει Kennedy και Fulbright σε λάθος σκηνικό.»
Τρίτος παράγοντας αστάθειας ήταν το παλάτι. Οι Αμερικανοί δεν είχαν είχαν πλήρη εμπιστοσύνη στους χειρισμούς του νεαρού τότε βασιλιά, αλλά πολύ περισσότερο στο περιβάλλον που τον συμβούλευε. «Ο Βασιλεύς», έγραφε την περίοδο της κρίσης των Ιουλιανών σε τηλεγράφημα προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο αμερικανός πρεσβευτής «είναι απομονωμένος στην Κέρκυρα, εξαρτώμενος κυρίως από την βασιλομήτορα (σ.σ.: Φρειδερίκη), τον πολιτικό του σύμβουλο Χοϊδά, και τον μακροχρόνια έμπιστό του Αρναούτη ως συμβούλους και ενδιάμεσους. Σε μακρά συνομιλία που είχα με τον Χοϊδά στις 23 Ιουνίου εξέφρασα σοβαρές επιφυλάξεις, για το πόσο σοφό είναι μια ευθεία σύγκρουση Παπανδρέου – Βασιλιά υπό τις παρούσες συνθήκες… Νιώθω ότι ο Βασιλεύς ενήργησε με απερίσκεπτη βιασύνη κι αιφνιδιαστικά, δημιουργώντας έτσι μεγάλους κινδύνους στην εσωτερική σταθερότητα, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποφευχθούν.»
Η πολιτική διαμάχη και το έπαθλο της εποχής ήταν ο έλεγχος του στρατού. Απ’ ότι δείχνουν τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου άφηνε να εννοηθεί ότι θα ήθελε άλλο αρχηγό ΓΕΣ. «Ο γραμματέας του πρωθυπουργού και ο γιος του Ανδρέας [Παπανδρέου] είπαν σε αξιωματούχους της πρεσβείας τις τελευταίες μέρες ότι ο πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να εκδιώξει τον [στρατηγό Ιωάννη] Γεννηματά και αν ο Βασιλεύς αρνηθεί, ο πρωθυπουργός θα παραιτηθεί» (Τηλεγράφημα της Αμερικανικής Πρεσβείας στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών 30.6.1965).
Όπως έδειξε η ιστορία, οι φήμες περί απομάκρυνσης του στρατηγού Γεννηματά ήταν προπέτασμα καπνού. Δύο εβδομάδες μετά ο πρωθυπουργός απαίτησε να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Ήταν κίνηση ματ στο παλάτι. Ένας πρωθυπουργός, αν μη τι άλλο, μπορεί να ορίζει τους υπουργούς του, άσχετα αν συνταγματικά οι Ένοπλες Δυνάμεις βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Ανώτατου Αρχοντα, που ήταν κι αρχιστράτηγος. Μια «λεπτομέρεια» του Συντάγματος και το πείσμα των δύο ανδρών οδήγησε σε κρίση την Δημοκρατία και στην «21η Απριλίου»…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 31.8.2002