Το πρόβλημα της Αριστεράς είναι σε φαντασιακό επίπεδο. Πολλοί που θήτευσαν εκεί στα νιάτα τους, κάποτε θεώρησαν πως το κράτος στο οποίο ζούσαν έχει φτιαχτεί για «να υπηρετεί τα αφεντικά και να καταπιέζει τους εργάτες».
Το ερώτημα διατυπώθηκε για πρώτη φορά σε πρωτοσέλιδο άρθρο τής εφημερίδας «Εστία», την επομένη της συνέντευξης ανώνυμου καθηγητή ΑΕΙ στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» («Ο Λάμπρος είναι ο σύντροφος Θέμης», «Κ.Ε.» 28.7.2002). «Από την συνέντευξη αυτή αποδεικνύεται ότι κάποιοι γνώριζαν», έγραψε η «Εστία» (29.7.2002) και «το εύλογο ερώτημα είναι γιατί δεν μίλησαν;».
Την επόμενη Κυριακή ακολούθησε η συνέντευξη του κ. Δημήτρη Σκαρπαλέζου (συμφοιτητή του φερόμενου ως αρχηγού της «17Ν» κ. Αλέξανδρου Γιωτόπουλου) στην οποία αναφερόταν στη συνάντηση της Πεντέλης: «Αυτό που δεν γνωρίζετε είναι ότι όσοι κατά καιρούς χαρακτηρίσθηκαν, συνιδρυτές και συναρχηγοί της 17Ν, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο ώστε ο Γιωτόπουλος να πάει ιδεολογικά και οργανωτικά “γυμνός” σ’ αυτή τη συνάντηση» («Εγώ και ο Γιωτόπουλος», «K.E.» 11.8.2002).
Το ερώτημα ξανατέθηκε, αυτή τη φορά από τον αριστερό αρθρογράφο και αποδεδειγμένα αντιστασιακό κ. Ριχάρδο Σωμερίτη: «Οι δηλώσεις του κ. Σκαρπαλέζου», έγραψε ο κ. Σωμερίτης, «οδηγούν σε δύο σχόλια. Το πρώτο αφορά και αυτόν και όλους όσοι γνώριζαν: πώς αποδέχτηκαν τόσους νεκρούς, τόσους τραυματίες, τόσες καταστροφές χωρίς να πουν τίποτε, αποφεύγοντας λεβέντικα(;) ακόμη και μια “μελέτη” που ίσως να βοηθούσε σε κάτι; Οφείλουν όλοι να μας το πουν και να μας εξηγήσουν τι σημαίνει “πολίτης δημοκρατικής χώρας”, και δη καθηγητής, με αίσθημα ευθύνης δικαιωμάτων αλλά και υποχρεώσεων…» («Η ευθύνη των τέως “επαναστατών”», Το Βήμα 18.8.2002).
Αυτό το άρθρο ξεσήκωσε την μήνιν της κατεστημένης, γαλλοτραφούς (και αυτοπροσδιοριζόμενης ως αριστερής) διανόησης στην χώρα. Πρώτος έλαβε τον λόγο ο πρωθυπουργικός φίλος κ. Γιώργος Βέλτσος. Με άρθρο του στηλίτευσε τον «γκρίζο και γεροντικό δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας των αργών δημοκρατικών διαδικασιών». «Η ελληνική κοινωνία δεν κινδυνεύει από μακαρθισμό, όπως παρατηρούσε στην “Ελευθεροτυπία” ο Βίκτωρ Αναγνωστόπουλος, αλλά από “αποβλάκωση”», απεφάνθη ο κ. Βέλτσος, για να συνεχίσει: «Αυτό διαπιστώνω σε έγκυρους αρθρογράφους που απορούν γιατί δεν καταθέτει κανείς, όταν του ζητείται, σε ξένες μυστικές υπηρεσίες ό,τι ξέρει και δεν ξέρει για την τρομοκρατία υπό μορφήν “μελέτης” φερ’ ειπείν (και επ’ αμοιβή). Ένας απ’ αυτούς πρόσφατα τις υπηρεσίες τις αποκαλεί “αρχές” ενισχύοντας τις θέσεις υπέρ της παγκοσμιοποίησης και στον συντονισμένο χαφιεδισμό. Φάρμα των ζώων;» («Το ιδεώδες», Νέα 23.8.2002).
Δύο εβδομάδες μετά ο κ. Σκαρπαλέζος ανασκεύασε όσα αναγράφονταν στη περιβόητη συνέντευξή του: «Ποτέ δεν είπα: “αυτοί που φέρονται σαν συναρχηγοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να πάει ο Γιωτόπουλος οργανωτικά και ιδεολογικά γυμνός σ’ αυτή τη συνάντηση”, ούτε ποτέ αναφέρθηκα σε προσωπική γνώση της “συνάντησης της Πεντέλης”». Και συνεχίζει: «Όσο για τα δικαιώματα και καθήκοντα του πολίτη, η αντίληψη που πρεσβεύει στο άρθρο του θυμίζει έντονα την “επιτροπή αντιαμερικανικών ενεργειών” του Μακάρθι… Μήπως τελικά η δημοκρατία που επαγγέλλεται ο κ. Σωμερίτης δεν είναι η δημοκρατία για την οποία αγωνίστηκε ο ελληνικός λαός, αλλά μια “γκρίζα” ελεγχόμενη δημοκρατία φοβισμένων και αλληλοκαταγγελλόμενων πολιτών που ανέχονται τα πάντα προκειμένου να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες;» (Το Βήμα 25.8.2002).
Στο μόνο που δεν απάντησαν οι δύο προαναφερθέντες καθηγητές είναι το βασικό ερώτημα: Τι πρέπει να κάνει ο πολίτης μιας δημοκρατικής χώρας όταν έχει πληροφορίες για κάποιους που επί 28 χρόνια ανοίγουν τάφους αθώων συμπολιτών τους; Είναι υποχρέωσή του να αναφέρει αυτές τις πληροφορίες στις αρχές ή μήπως έτσι γίνεται «χαφιές» ή «σπιούνος επιτροπών τύπου Μακάρθι»;
Το φαντασιακό πρόβλημα της Αριστεράς
Το πρόβλημα της Αριστεράς είναι σε φαντασιακό επίπεδο. Πολλοί που θήτευσαν εκεί στα νιάτα τους, κάποτε θεώρησαν πως το κράτος στο οποίο ζούσαν έχει φτιαχτεί για «να υπηρετεί τα αφεντικά και να καταπιέζει τους εργάτες».
Τα χρόνια πέρασαν. Το κράτος αποδείχθηκε ότι δεν υπηρετεί οιονδήποτε, πέραν των… «λειτουργών» του. Πολλοί από τους πάλαι ποτέ πολέμιούς του, είτε έγιναν γραφειοκράτες του, είτε σιτίζονται στην περιφέρεια του. Αρχισαν να γεύονται τα αγαθά της αστικής Δημοκρατίας και, κυρίως, του καπιταλισμού. Το όνειρο της επαναστατικής ανατροπής έσβησε ως περιττό, άσχετα αν αυτοί το χαρακτήρισαν «ανέφικτο». Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν και πήγαν στο υπουργείο (κυρίως) ή στην επιχείρηση. Αφησαν όμως ως σπονδή στη νιότη τους λίγο μούσι και περισσή αριστερή φρασεολογία.
Γεννήθηκε όμως πρόβλημα, γιατί η εν λόγω ρητορεία ξέμεινε από επιχειρήματα. Η Αστυνομία δεν κυνηγά τους αριστερούς, αλλά μόνο τους εγκληματίες είτε είναι αριστεροί, είτε δεξιοί, είτε ακόμη και στο κόμμα του κ. Αβραμόπουλου. Το χάσμα συνέπειας λόγων των «συντρόφων» και πραγματικότητας ξεπεράστηκε με τη γνωστή συνταγή: στο φαντασιακό επίπεδο η καταπίεση του κράτους μεταφέρθηκε σε χρόνο μέλλοντα. «Ναι μεν η Αστυνομία δεν διώκει απόψεις αλλά μόνο εγκλήματα, μπορεί όμως στο μέλλον να ζήσουμε σε μια κοινωνία α λα Big Brother, όπου θα καρφώνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα». Όλα αυτά βέβαια πασπαλισμένα με αμερικανική πλανητική κυριαρχία και ολίγον από «Έσελον».
Η αλήθεια είναι πως σ’ ολόκληρο τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που αποφασίζουν να εξηγούν την πραγματικότητα μόνο με όρους του παρελθόντος. Συνήθως χαρακτηρίζονται γραφικοί και σε κάποια μέρη τούς έχουν κάνει τουριστικά αξιοθέατα (π.χ. η αίρεση των Αμις στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ). Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η πλήρης κυριαρχία της αριστερής ιντελιγκέντσιας, που μετατρέπει τις φροϋδικού τύπου νευρώσεις -των αριστερών στη φρασεολογία και βολεμένων τοις πράγμασι- σε συνολικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Η χώρα μας καθοδηγούμενη από αυτούς τους πνευματικούς ταγούς ζει πλέον σχιζοειδείς καταστάσεις. Θέλει να είναι στην Ε.Ε. αλλά βρίζει την Ευρώπη για τις επιλογές της. Μακαρίζει τον εαυτό της που βρέθηκε στο Δυτικό μπλοκ, αλλά συμπαρατάσσεται με τον Καντάφι, τον Μπιν Λάντεν και σε λίγο με τον Χουσεΐν. Θέλει να πιαστεί ο κ. Δημήτρης Κουφοντίνας, αλλά θέλουν η σύλληψη να είναι… «άμωμος». Κανείς να μην μιλήσει, ακόμη κι αν ο κατηγορούμενος για τρομοκρατία κρατά ομήρους στο σπίτι του.
Το ζήτημα δεν είναι πως πολλοί ήξεραν για τις τρομοκρατικές ομάδες και δεν μίλησαν. Το μέγιστο πρόβλημα είναι πως αυτό το ήθος, το οποίο επέτρεψε να ανοιχτούν 42 τάφοι, έγινε και κοινωνικό…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 1.9.2002