Μια ενδιαφέρουσα νομοθετική πρωτοβουλία αποκάλυψε προχθές ο συνάδελφος Σταύρος Παπαντωνίου και αφορά την «αλλαγή του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που περιλαμβάνεται σε σχέδιο νόμου του υπουργείου Εσωτερικών. Δίνει τη δυνατότητα σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ζητήσει, ύστερα από γραπτή, διά ζώσης ή ηλεκτρονική αίτηση, να λάβει γνώση των δημοσίων εγγράφων» («Καθημερινή» 20.9.2024).
Οπως γλαφυρώς γράφει ο συντάκτης: «Μπορεί ο πολίτης να ζητήσει από τον δήμο όπου διαμένει να μάθει πόσα χρήματα έχουν διατεθεί για παιδικές χαρές, πόσες τελικά έχουν φτιαχτεί και πόσες αναμένεται να γίνουν; Μπορεί ένας απλός πολίτης να ζητήσει από ένα νοσοκομείο να μάθει τις προσλήψεις του τελευταίου έτους και τη δημόσια χρηματοδότησή του; Ή πόσο κόστισε η αναβάθμιση των υποδομών σε ένα σχολικό κτίριο και πόσοι εργάζονται σε έναν δημόσιο φορέα; Εως τώρα η απάντηση ήταν “όχι”, αλλά αυτό δεν θα ισχύει για πολύ».
Αμήν, μήπως έτσι μάθουμε και το επτασφράγιστο μυστικό του υπουργείου Παιδείας, αυτό που ρωτούσε διαρκώς ο κ. Στέφανος Μάνος αλλά ποτέ δεν πήρε απάντηση: ποια είναι τα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων των μαθητών αντιστοιχημένα με τα λύκειά τους, έτσι ώστε να γίνει μια πρώτη άτυπη αξιολόγησή τους;
Λέμε «είθε να πραγματοποιηθεί αυτό», διότι μπορεί το πνεύμα του νόμου να είναι πρόθυμο, η σαρξ όμως του κράτους είναι ασθενής. Κι αυτό επειδή η δημόσια διοίκηση –σε όλα τα επίπεδα– δεν εξηγεί, δεν πληροφορεί τους υπηκόους της· τουρκιστί: ραγιάδες. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο μέγιστο των σκανδάλων, δηλαδή τις υποκλοπές πολιτικών, στρατιωτικών, δημοσιογράφων κ.ά., όπου μια δημόσια υπηρεσία αρνείται να εφαρμόσει –με τι πλάτες, άραγε;– απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου και να ενημερώσει τα θύματα των υποκλοπών για τους λόγους παραβίασης του απορρήτου τους. Θα αναφερθούμε όμως σε έναν από τους πολλούς νόμους καλών προθέσεων που ψηφίστηκαν με πολλά ταρατατζούμ στη Βουλή, αλλά –εξ όσων γνωρίζουμε– ουδέποτε εφαρμόστηκαν.
Ο νόμος 2690/1999 προβλέπει στο άρθρο 5 ότι «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις (…) Η χρονική προθεσμία για τη χορήγηση εγγράφων κατά τις παραγράφους 1 και 2 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πολίτη είναι είκοσι (20) ημέρες». Το πόσο καλά εφαρμόζεται αυτός ο νόμος φαίνεται από επιστολή αναγνώστη που δημοσιεύτηκε την ίδια μέρα στην «Κ». Ο κ. Γιώργος Ν. Παγώνης ζήτησε τον περασμένο Απρίλιο απαντήσεις από δύο ανεξάρτητες αρχές, το υπουργείο Υγείας κ.ά. και «μέχρι σήμερα δεν έχω λάβει καμία απάντηση» («Καθημερινή» 20.9.2024).
Οσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις της κυβέρνησης, το νομοθέτημα αυτό θα μείνει ως μια από τις ευρωπαϊκές οδηγίες που ψηφίζουμε για να ξεβγαίνουμε. Ελάχιστες ελπίδες έχουμε ότι η διαφάνεια στο Δημόσιο θα εφαρμοστεί, αφού η διοίκηση σε όλα τα επίπεδα θεωρεί ότι οι πληροφορίες του κράτους πρέπει απλώς να καταχωνιάζονται σε ανήλιαγα υπόγεια. Κι αυτό δεν αφορά μόνο το παρόν του ελληνικού κράτους, αλλά και το παρελθόν του.
Πόσοι γνωρίζουν ότι οι ξένοι γράφουν τη νεότερη ελληνική Ιστορία; Ελληνες είναι οι ιστορικοί, αλλά τα ελληνικά αρχεία είναι κλειστά και όλοι όσοι θέλουν να ψάξουν περισσότερο μπορούν να βρουν πολύτιμες πληροφορίες –για την Ελλάδα– μόνο στα αρχεία ΗΠΑ, Βρετανίας, Γερμανίας κ.λπ. Σε αυτές τις χώρες εφαρμόζεται ο νόμος ότι τα διπλωματικά κι άλλα ιστορικά αρχεία ανοίγουν μετά την πάροδο 30 ετών. Εχουμε κι εμείς από το 1998 τέτοιο νόμο, αλλά –φυσικά!– δεν εφαρμόζεται.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 22.9.2024