Αλήθεια. Πότε συζητήσαμε με τα παιδιά για τη βία; Η απάντηση είναι «πολλάκις»· είτε ευλογώντας τη (για εθνικούς, κοινωνικούς, ταξικούς, πολιτικούς λόγους), είτε δικαιολογώντας τη («τι να κάνει κι αυτός; Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι…»), είτε βαφτίζοντάς τη γενετική ασθένεια – διά του DNA των Ελλήνων εξηγούνται οι εμφύλιες διαμάχες, ή η εγκληματικότητα κάποιων ατόμων από συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες.
Γενικώς, η βία δεν είναι per se απεχθής για την ελληνική κοινωνία, και απόδειξη αυτού είναι ότι μόνο στη χώρα μας μια εγκληματική οργάνωση μπήκε στη Βουλή προκειμένου «να σπάσει τα μούτρα των πολιτικών που μας χρεοκόπησαν». Σε όλη την Ευρώπη εμφανίστηκε το τρομοκρατικό φαινόμενο, αλλά μόνο στην Ελλάδα μακροημέρευσε. «Η τρομοκρατία», έγραψε ο κ. Δημήτρης Ψυχογιός, «είναι η “ουρά” της στατιστικής κατανομής της βίας, ουρά που στην Ελλάδα φεύγει πολύ πιο πέρα από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος» («Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία», εκδ. Επίκεντρο).
Εδώ, η βία σταθμίζεται αναλόγως του προσώπου που την ασκεί, του προσώπου που την υφίσταται (και τι αυτό συμβολίζει) και προπαντός του διακηρυγμένου σκοπού για τον οποίο ασκείται. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα παιδιά που γρονθοκοπούν μαθητές στη Γλυφάδα κι αλλαχού είναι οι γόνοι εκείνων που χειροκρότησαν τον προπηλακισμό του κ. Κώστα Χατζηδάκη στο Σύνταγμα το 2010. Είναι τα παιδιά που μεγάλωσαν με παρόλες περί «δίκαιης οργής». Ολοι μας ξεχάσαμε πως όταν η βία δικαιολογείται με βάση τον σκοπό, οι σκοποί των ατόμων διαρκώς αλλάζουν. Οι αγωνίες των σημερινών εφήβων και οι διεκδικήσεις τους είναι τα likes και οι καρδούλες στο Διαδίκτυο. Κακώς; Κακώς, διότι «εμείς, ρε, κάποτε…». Αλλά δεν έχει σημασία. Αν δεν ξεριζωθεί η αντίληψη ότι «η βία είναι λύση», θα εκπλησσόμαστε από το φαινόμενο, που θα παίρνει διαρκώς νέες μορφές.
Βεβαίως, το να «ξεριζωθεί η αντίληψη» είναι μια κουβέντα. Στην πραγματικότητα έχει τεράστιες δυσκολίες. Αποτελεί δύσκολη και μακρά διαδικασία. Χρειάζεται συστράτευση πολιτικών, διανοουμένων, δημοσιογράφων, δασκάλων, γονέων, όλης της ελληνικής κοινωνίας. Απαιτεί συζήτηση και διαπαιδαγώγηση. Κατ’ αρχήν πρέπει να αποτινάξουμε τα ιερά και όσια ημών, όσων ανήκουμε σε παλιότερες γενιές: την «αριστερή “αγωνιστική ερμηνευτική” της Ιστορίας που είναι υπεύθυνη για τη μεταπολιτευτική ανοχή απέναντι στην τρομοκρατία και στη βία των διαδηλώσεων και των καταλήψεων (…) τη δεξιά “αγωνιστική ερμηνευτική” (…) που είναι υπεύθυνη για την πρόσφατη ανάδυση και ταχύτατη εξάπλωση της ακροδεξιάς ιδεολογίας και βίας – ύπουλης βίας που ισχυρίζεται ότι προσπαθεί να αποκαταστήσει τον νόμο και την τάξη» (Ψυχογιός ό.π.).
Η αλλαγή των αντιλήψεων όμως δεν χωράει στον εκλογικό κύκλο. Γι’ αυτό η κυβέρνηση προσφεύγει διαρκώς στη γελοιότητα της «αυστηροποίησης των ποινών». Δεν είναι μόνο το ατελέσφορο του πράγματος, όπως δείχνει η εμπειρία των ΗΠΑ, χώρα που το 2023 κατείχε την τρίτη θέση επιβεβαιωμένων εκτελέσεων κρατουμένων στον κόσμο. Είναι και το μήνυμα, ότι δηλαδή η αυξημένη (έστω νόμιμη) βία είναι η λύση. Μην παρεξηγηθούμε: ποινές πρέπει να υπάρχουν, και αυστηρές όπου χρειάζεται. Ομως το ανέκδοτο που εκστομίζει η κυβέρνηση κάθε φορά που αντιμετωπίζει σύνθετα κοινωνικά προβλήματα, δεν διαπαιδαγωγεί την κοινωνία. Κάνει απλώς ωραίες συνεντεύξεις Τύπου υπουργών με τίτλο «βάζουμε τέλος…» και ανακυκλώνει την παθογένεια.
Μετά έρχονται τα social media και άλλα παραφερνάλια. Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να διογκώσει κάποιες κοινωνικές τάσεις εις βάρος άλλων, αλλά δεν τις δημιουργεί εκ του μηδενός. Αν δεν κοιτάξουμε κατάματα το τέρας, δεν θα μπορέσουμε να το αντιμετωπίσουμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.9.2024