Eίναι πραγματικά αφελές το ερώτημα «αν οι κάμερες που στοχεύουν δημόσιους χώρους παραβιάζουν την ιδιωτική ζωή». Ο δημόσιος χώρος πρέπει να είναι δημόσιος σε όλα του και φυσικά στην εικόνα. Οπως δεν μπορεί κάποιος να ζητά σεβασμό του απόρρητου της τηλεφωνικής του συνδιάλεξης, όταν μιλά φωναχτά μέσα σε ένα γεμάτο λεωφορείο, έτσι δεν μπορεί να ζητά προστασία της ιδιωτικότητάς του όταν κάνει ακροβατικά στην Ομόνοια. Οτιδήποτε γίνεται στους δρόμους ή τις πλατείες αποτελούν δημόσια περιουσία και όχι ιδιωτική υπόθεση. Η προστασία της ιδιωτικής ζωής πρέπει να είναι δρακόντεια μόνο σε ιδιωτικούς χώρους.
Σ’ αυτή την αφελή ερώτηση, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έδωσε μια εξαιρετικά επικίνδυνη απάντηση. Δεν αναφερόμαστε στην μεταολυμπιακή απαγόρευση λειτουργίας των καμερών. Αυτή ήταν η ανόητη απάντηση. Αναφερόμαστε στην άδεια χρήσης τους κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών. Αυτή ήταν η επικίνδυνη απάντηση.
Να εξηγηθούμε: Υπάρχει μια Αρχή, η οποία κατά το Σύνταγμα είναι επιφορτισμένη να προστατεύει τα δικαιώματά μας σε ένα τομέα. Αυτή η Αρχή θεωρεί -κακώς κατά την ταπεινή μας άποψη, αλλά πάντως έτσι κρίνει- ότι οι κάμερες παραβιάζουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, δικαίωμα το οποίο έχει καθήκον να προασπίζει. Παρ’ όλα αυτά δίνει την άδεια λειτουργίας των, διότι προφανώς κρίνει ότι τα ατομικά δικαιώματα είναι λιγότερο σημαντικά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες! Δηλαδή θεωρεί ότι η προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών είναι κάτι σαν το κυνήγι του λαγού: εποχική. Κάποιες περιόδους ισχύει, και κάποιες άλλες αναστέλλεται. Στην περίπτωση των λαγών για αναπαραγωγή και στην περίπτωση των δικαιωμάτων για την ασφάλεια.
Τώρα η επικίνδυνη απάντηση γι’ αυτά τα δικαιώματα αποκτά και γεωγραφικό χαρακτήρα: οι νέες θεωρίες λένε ότι το «δικαίωμα να μην σε βλέπει η κάμερα» είναι σεβαστό σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, εκτός αν μένει δίπλα κάποιος πρέσβης. Αρα, πραγματικά τα δικαιώματα των πολιτών θεωρούνται κάτι σαν τους λαγούς: προστατεύονται μόνο κάποιες περιόδους και μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές.
Δεν είναι θέμα κλεφτών κι αστυνόμων ούτε τρομοκρατών και διωκτικών αρχών. Είναι λάθος το δίλημμα μεταξύ ατομικής και συλλογικής ασφάλειας. Τα δικαιώματα των πολιτών πρέπει να θεωρούνται απαραβίαστα είτε διοργανώνουμε Ολυμπιακούς Αγώνες, είτε γίνονται γυμναστικές επιδείξεις. Πρέπει να ισχύσουν σε κάθε χώρο, είτε εκεί μένει ο μπαρμπα-Μήτσος, είτε ο Τζορτζ Μπους αυτοπροσώπως. Το πρόβλημα ξεπηδά από τον ορισμό. Αν δεν ξέρεις ακριβώς τι προστατεύεις, απλώνεσαι παντού και τελικά δεν εγγυάσαι τίποτε. Αν δεν οριστεί με πληρότητα, αυστηρότητα και κυρίως με λογική τι συνιστά τον ιδιωτικό βίο, τότε θα έχουμε πολίτες των οποίων τα προσωπικά δεδομένα θα είναι λιγότερο προσωπικά από άλλων. Η διαβάθμιση δε της προστασίας δεν θα γίνεται με κάποιο νομικό κανόνα, αλλά με το μέτρο και την μέρα: οι κανόνες ισχύουν στα χ μέτρα από το υπουργείο και τις ψ μέρες. Κι αυτό δεν είναι καν η χειρότερη επίπτωση της ασάφειας.
Πιο σοβαρό είναι η διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας σε δικαιώματα α λα καρτ. Δημιουργείται η εντύπωση πως η Δημοκρατία δεν έχει απαραβίαστες αρχές, άχωρες κι άχρονες. Οτι οι νόμοι μπορούν να καθεύδουν, που’ λεγε κι ο αρχιεπίσκοπος και να εφαρμόζονται αναλόγως της συγκυρίας που πρέπει να εξυπηρετήσουν. Κι αυτό μας εισάγει σε εξαιρετικά επικίνδυνες λογικές, διότι δεν θέλουμε καν να φανταστούμε ποια δικαιώματα θα θεωρηθούν «εποχικά» ή «γεωγραφικώς προσδιορισμένα», σε άλλες περιστάσεις όπως π.χ. σε μια -o μη γένοιτο!- εθνική κρίση.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17.1.2007