Ο ένας µεγάλος ηττημένος των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ ήταν, αναμφιβόλως, ο Ντόναλντ Τραμπ. Ετσι κι αλλιώς τις είχε πάρει πάνω του. Επέβαλε υποψηφίους χωρίς προσόντα, αλλά της αρεσκείας του· συμμετείχε στις προεκλογικές τους συγκεντρώσεις, μιλώντας για τον εαυτό του και ευλογώντας την προεδρία του· υποσχέθηκε ένα «κόκκινο τσουνάμι» στην Αμερική, που κατέληξε σε ένα δυσδιάκριτο κυματάκι· προανήγγειλε την ανακήρυξη της υποψηφιότητάς του για τις 16 του μηνός με τον τραγουδιστό τρόπο της ομιλίας του «θα μείνετε πολύ, πολύ, πολύ ευτυχισμένοι», κ.ά.
Ο άλλος μεγάλος ηττημένος αυτών των εκλογών είναι ο Ελον Μασκ. Ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου αγόρασε προσφάτως το Τwitter και απ’ ό,τι φαίνεται δεν ξέρει τι να το κάνει· τη μια μέρα απολύει (με email!) τους μισούς εργαζομένους της εταιρείας και την άλλη τους ζητάει να επιστρέψουν στη δουλειά τους. Ο νέος μεγιστάνας των media (375 εκατ. άνθρωποι χρησιμοποιούν το δικό του Μέσο) κάλεσε τους Αμερικανούς χρήστες να ψηφίσουν τους Ρεπουμπλικανούς. Την παραμονή των εκλογών τουίταρε το εξής στα 110 εκατομμύρια των ακολούθων του: «Η μοιρασμένη εξουσία μετριάζει τις χειρότερες υπερβολές της και γι’ αυτό προτείνω να ψηφίσετε για ένα Ρεπουμπλικανικό Κογκρέσο, δεδομένου ότι οι Δημοκρατικοί έχουν την Προεδρία» (7.11.2022). Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι τον αγνόησαν οι ψηφοφόροι. Είναι πως η παρέμβασή τους δεν δημιούργησε κάποια αναταραχή. Το tweet του θεωρήθηκε απλώς μια ακόμη άποψη· ως γνωστόν, όλοι έχουν από μία, είτε κατέχουν χρεόγραφα αξίας 188 δισ. δολαρίων είτε δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Οι δημοκρατικές κοινωνίες πρώτα υφίστανται την ασθένεια και μετά δημιουργούν τα αντισώματα για να την καταπολεμήσουν.
Ηττημένοι πρέπει να θεωρηθούν κι όλοι εκείνοι που ήλπιζαν σε μια «θαυμάσια κατάσταση», ως αποτέλεσμα της «μεγάλης αναταραχής» στις ΗΠΑ. Το δεξί χέρι του Πούτιν, ο Ρώσος επιχειρηματίας και ιδρυτής της οργάνωσης Βάγκνερ, Γεβγκένι Πριγκόζιν, πρέπει να αισθάνθηκε πολύ ηλίθιος, αφού λίγες μέρες πριν κόμπαζε ότι «είχαμε ανάμειξη (στις αμερικανικές εκλογές), έχουμε ανάμειξη και θα συνεχίσουμε να έχουμε ανάμειξη. Προσεκτικά, με ακρίβεια, χειρουργικά και με τον δικό μας τρόπο, καθώς γνωρίζουμε πώς να το κάνουμε» (7.11.2022).
Τούτων δοθέντων πρέπει να πούμε ότι ο μεγαλύτερος όλων των ηττημένων είναι ο μπαμπούλας των social media. Οχι τα κοινωνικά δίκτυα καθαυτά, αλλά η φιλολογία περί των πολιτικών τους συνεπειών. Είναι αληθές ότι στην αυγή της εποχής χρησιμοποιήθηκαν με σχεδόν χυδαίο τρόπο για την ενίσχυση των λαϊκιστών. Αλλά «κάθε νέα τεχνολογία βρίσκει πρώτα εφαρμογή στο πεζοδρόμιο και μετά στο σπίτι», όπως έλεγε ο συγγραφέας Μπρους Στέρλινγκ. Δεύτερον: για κάθε νέα τεχνολογία εκφράστηκαν υπερβολικοί φόβοι. O Ελβετός γιατρός, φυσιοδίφης και φιλόλογος Κόνραντ Γκέσνερ (1516-1565) πίστευε ότι ο κοινός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αντέξει τόσα βιβλία που οι καινούργιες τυπογραφικές μηχανές εκδίδουν και καλούσε τους Ευρωπαίους μονάρχες να φτιάξουν νόμους που θα ρυθμίζουν τη διανομή των βιβλίων. Στο τέλος του προπερασμένου αιώνα, ο λογοτέχνης Tζέιμς Pάσελ Λόβελ έγραφε για το τηλέφωνο: «Σκεπάζουμε όλη τη χώρα με ομιλούντα σύρματα και θαβόμαστε ζωντανοί κάτω από σωρούς άχρηστου λόγου… είμαστε δε έτοιμοι να μετατραπούμε σε απλά σφουγγάρια, παραγεμισμένα από τα βρώμικα νερά του χωριάτικου κουτσομπολιού…».
Το τρίτο και κυριότερο είναι πως οι δημοκρατικές κοινωνίες πρώτα υφίστανται την ασθένεια και μετά δημιουργούν τα αντισώματα για να την καταπολεμήσουν. Αυτό έγινε και με τα social media. Την εφαρμογή τους εκμεταλλεύτηκε πρώτα το «πεζοδρόμιο» της πολιτικής. Αυτό δημιούργησε υπερβολικούς φόβους. Ομως, με τον καιρό οι κοινωνίες αρχίζουν να απορροφούν το πρώτο σοκ και σιγά σιγά με την έλευση νέων εργαλείων αρχίζει η διύλιση της πληροφορίας.