Το ευτύχημα είναι ότι ο Γιάννης από του Ζωγράφου, φεύγει για να μεγαλουργήσει στην αλλοδαπή χωρίς την πίκρα του Οδυσσέα από τη Νέα Μηχανιώνα.
Πιστοποιείται από τη θέλησή του να συνεχίσει να αγωνίζεται με τη φανέλα της Εθνικής, ασχέτως αν επιλέγεται για τα μεγάλα σαλόνια του μπάσκετ, δηλαδή το ΝΒΑ. Είναι ευτύχημα επίσης ότι εκεί στο Μπρούκλιν, όπου έγινε η προκαταρκτική επιλογή, κανείς δεν ρώτησε τον σκουρόχρωμο μεγαλύτερο αδελφό του αν είχε το δικαίωμα να σηκώσει την ελληνική σημαία. Ο πρωτότοκος της οικογένειας Αντεντοκούμπο πανηγύρισε με την ψυχή του τη διάκριση του Γιάννη, ανεμίζοντας στις κερκίδες του Barclays Center τα εθνικά μας χρώματα. Ενιωθε Έλληνας και σήκωσε την ελληνική σημαία χωρίς να του το απαγορεύσει κανείς.
Αυτό που δεν καταλάβαμε δέκα χρόνια πριν -τότε που διάφοροι ξεσηκώθηκαν κατά του δικαιώματος του Οδυσσέα Τσενάι να σηκώσει ως αριστούχος την ελληνική σημαία- είναι ότι ο πλούτος ενός έθνους είναι οι άνθρωποί του. Είναι όλοι εκείνοι που επιθυμούν να είναι μέλη της κοινότητάς μας και διάφοροι στενοκέφαλοι σαν τον νυν υπουργό Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου και τους δικαστές του ΣτΕ δεν τους το επιτρέπουν. Είναι ο Οδυσσέας Τσενάι που τώρα διαπρέπει στα πανεπιστήμια της Αμερικής και ο Γιάννης Αντεντοκούμπο που θα διαπρέψει στα παρκέ του ΝΒΑ. Είναι εκείνα τα παιδιά που η μοίρα τούς επιφύλαξε την τιμή να μάθουν μια πλούσια και αρχέγονη γλώσσα. Είναι τα δικά μας παιδιά, αυτά που μάς κάνουν την τιμή να μαθαίνουν τη δύσκολη ελληνική γλώσσα. Πλούτος του έθνους μας είναι εκείνα τα παιδιά που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν εδώ και ακόμη κι αν έφυγαν για τα Τίρανα, τη Μολδαβία, τη Νιγηρία θα χαιρετίσουν τον συνέλληνά τους με τη φράση «γεια σου, ρε πατρίδα…». Είναι τα παιδιά που μέχρι τα βαθιά τους γεράματα θα συγκινηθούν ακούγοντας Χατζιδάκι, θα χορέψουν ζεϊμπέκικο, θα τσουγκρίσουν δυο ποτήρια ρετσίνα. Αυτοί που -όπου και να πάνε, ό,τι κι αν κάνουν- θα κρατούν πάντα μέσα τους κάτι ελληνικό.
Τα χρειαζόμαστε αυτά τα παιδιά, όσο μάς χρειάζονται κι αυτά. Η ψυχή της Ελλάδας είναι η γλώσσα μας. Αυτή που στην Αλβανία έγινε δεύτερη ομιλούμενη μετά τα αλβανικά. Τα όρια του έθνους επεκτείνονται από τον αριθμό εκείνων που μιλούν ελληνικά: «Ελληνικόν έθνος», γράφει στην ιστορία του ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος «ονομάζονται όλοι οι άνθρωποι, όσοι ομιλούσι την ελληνικήν γλώσσαν, ως ιδίαν αυτών γλώσσαν». Ο θεμελιωτής της ελληνικής ιστοριογραφίας γνώριζε εξ ιδίας πείρας τι σημαίνει αποκλεισμός. Το 1845 απολύθηκε ως «ετερόχθων» από το υπουργείο Δικαιοσύνης, σύμφωνα με το ψήφισμα της Α’ Εθνικής Συνελεύσεως. Τότε ήταν οι «αυτόχθονες» που για ιδιοτελείς λόγους δεν έδωσαν ίσα δικαιώματα στους «άλλους», εκείνους που θα μπορούσαν να μπολιάσουν με τις ικανότητες και τις δεξιότητές τους το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Η Ελλάδα μεγαλούργησε όποτε ήταν ανοιχτή. Κατάφερε να προκόψει ενσωματώνοντας ολόκληρους πληθυσμούς, επιτρέποντας να είναι Έλληνες, όλους όσοι ήθελαν να είναι Έλληνες. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε όποτε ακούμε διάφορους πατριδοκάπηλους να αλυχτούν για την ελληνικότητα. Αυτοί συρρικνώνουν το έθνος. Παιδιά σαν τον Οδυσσέα και τον Γιάννη το εμπλουτίζουν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.7.2013