Η αλήθεια είναι ότι το κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας των τριών κομμάτων, τα οποία πριν από ένα χρόνο συνέπτυξαν τη συγκυβέρνηση, είχε την τύχη των προεκλογικών προγραμμάτων.
Διαβάστηκε ελάχιστα, συζητήθηκε λιγότερο και δεν εφαρμόστηκε καθόλου. Ισως επειδή είχε τα χαρακτηριστικά των προεκλογικών προγραμμάτων: ήταν ένα ευχολόγιο που δεν έπαιρνε υπόψη του την πραγματική κατάσταση της χώρας. Δεν είχε καν αποτιμηθεί οικονομικά: πόσα λεφτά χρειαζόταν η εφαρμογή του και -το κυριότερο- πού θα βρεθούν.
Επειδή, λοιπόν, είμαστε συνηθισμένοι στα κείμενα διακηρύξεων που ουδέποτε εφαρμόζονται γι’ αυτό και ελάχιστοι ασχολήθηκαν με το γεγονός ότι οι δύο πολιτικοί αρχηγοί συνεδρίασαν μυστικά και φανερά για τις υπουργικές καρέκλες και όχι για την προγραμματική διακήρυξη. Ετσι ενώ αυτή εξαγγέλθηκε, έκτοτε αγνοείται η τύχη της.
Από την άλλη, μπορεί, όμως, η ύπαρξη μιας προγραμματικής διακήρυξης Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ να αποδεικνυόταν στην πράξη άχρηστη, η απουσία της όμως είναι χρήσιμη, υπό την έννοια ότι επιτρέπει να βγάλουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για το πώς λειτουργεί η πολιτική και η νυν κυβέρνηση. Το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν βγήκε κάποιο κείμενο, ούτε καν για τα μάτια του κόσμου, μπορεί να το αποκαλέσει κάποιος πολιτικό ρεαλισμό ακόμη και κυνισμό. Οι δύο αρχηγοί προφανώς σκέφτηκαν «δεν πρόκειται που δεν πρόκειται να το εφαρμόσουμε, τσάμπα δουλειά να κάνουμε;».
Βεβαίως, η προγραμματική διακήρυξη βραχυχρόνια θα ήταν άχρηστη για έναν ακόμη λόγο. Οι πολιτικές που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση είναι προδιαγεγραμμένες από τις υποχρεώσεις της χώρας, που τα δύο κόμματα συνυπέγραψαν, και συνεπώς το μόνο προγραμματικό κείμενο είναι το Μνημόνιο. Η απουσία της όμως δείχνει πόσο πτερόεντα είναι τα έπεα περί επαναδιαπραγμάτευσης και άλλων θαυμάτων που υπόσχονται διάφοροι. Μην παρεξηγηθούμε: στη φάση που είμαστε και χωρίς τις δομικές μεταρρυθμίσεις που έπρεπε ήδη να είχαμε κάνει, δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης, ούτε για τον ΦΠΑ στην εστίαση (αν θεωρήσουμε ότι ο ΦΠΑ στην εστίαση είναι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας). Απλώς θα πρέπει να θυμόμαστε την απουσία της προγραμματικής διακήρυξης κάθε φορά που θα ακούμε από τα μπαλκόνια περί «καλύτερης διαπραγμάτευσης» του Μνημονίου.
Γεννάται, όμως, ένα ερώτημα: διακηρυγμένη πρόθεση αυτής της κυβέρνησης είναι να εξαντλήσει την τετραετία. Υποστηρίζει επίσης ότι από το 2014 θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα, κάτι που της επιτρέπει να διαπραγματευτεί πτυχές του προγράμματος. Συνεπώς, θα μπορούσε να υπάρχει προγραμματική διακήρυξη, έστω μεταχρονολογημένη. Βέβαια, ένα κείμενο που θα έλεγε ότι «από το 2015, αφού η κυβέρνηση έχει φέρει σε πέρας τις μνημονιακές της υποχρεώσεις, θα επιχειρήσει το α ή το β΄», είναι ότι δεν θα γινόταν πιστευτό ούτε καν από τα μέλη της κυβέρνησης. Το πιθανότερο είναι ότι θα χλευαζόταν. Αυτό είναι όμως είναι ένα συνολικότερο πρόβλημα του δημόσιου διαλόγου. Δεν αντέχει τους μακροχρόνιους σχεδιασμούς. Τους απαξιώνει, συνήθως διά της χλεύης. Συνεπώς, επιτρέπει στους πολιτικούς να ασχοληθούν με το αγαπημένο τους άθλημα, το μοίρασμα των υπουργικών θώκων και της εξουσίας. Μια προγραμματική διακήρυξη με στόχους και χρονοδιαγράμματα θα ήταν πολύ ωφέλιμη για τη χώρα, αλλά θηλιά στον λαιμό των κυβερνώντων. Θα είχαν διαρκώς τον έλεγχο των πεπραγμένων τους, όχι με γενικόλογες διακηρύξεις, αλλά επί του συγκεκριμένου.
Ετσι λοιπόν η πολιτική του «βλέποντας και κάνοντας», ή «έλα μωρέ θα τα βρούμε» συνεχίζεται. Προς απελπισία όλων αυτών που οραματίζονται ένα «συνολικό αφήγημα» για τη χώρα ή μια «θεωρία εξόδου από την κρίση».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.6.2013