Στο φάσμα της κοινωνικής ιεραρχίας υπήρχαν δύο άκρα. Από την μια υπήρχαν οι μποέμ, λόγιοι και καλλιτέχνες. Από την άλλη οι μπουρζουάδες. Ήταν οι καταξιωμένοι επιχειρηματίες. Η νέα χιλιετία έφερε, όμως, στο προσκήνιο ένα νέο κοινωνικό στρώμα, που αποτελεί μίγμα των δύο. Είναι οι μποέμ-μπουρζουάδες, ή «Μπόμπος»
«Και ξαφνικά, ο “αριστερός” και “αιρετικός” κριτής των πάντων, Αντώνης Καφετζόπουλος, μετατράπηκε σε φανατικό οπαδό του Γιώργου Παπανδρέου», γράφει στην προσωπογραφία του γνωστού ηθοποιού το περιοδικό «Κ» της εφημερίδας «Καθημερινή». Στο ενδιαφέρον άρθρο, που υπογράφει ο κ. Κωνσταντίνος Ζούλας, αναφέρεται ότι κ. Αντώνης Καφετζόπουλος «ανήκει στην γνωστή πρωταγωνιστική “φουρνιά” των παιδιών του Πολυτεχνείου που εξήγγειλαν προ τριακονταετίας ως αδιαπραγμάτευτο στόχο της ζωής τους την ανατροπή του συστήματος, αλλά σήμερα πρωταγωνιστούν περήφανα εντός του».
Έχει δίκιο. Ο κ. Καφετζόπουλος είναι η πιο διακριτή φιγούρα ενός υπόγειου κινήματος στελεχών (πλέον) της ελληνικής κοινωνίας που εντελώς χονδρικά κι αστόχαστα θα λέγαμε ότι «μιλούν Αριστερά και πράττουν Δεξιά. Ζητούν ανατροπή του (καπιταλιστικού) συστήματος, αλλά επιτυγχάνουν εντός του». Τους κριτικάρουμε από Αριστερά όπως κάνει και η «Καθημερινή»: «αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός είναι να αλλάζει ακόμη και διαμετρικά τις θέσεις του… αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώνεται μια προκλητική αμετροέπεια…»
Είναι όμως έτσι τα πράγματα, ή έχουμε να κάνουμε με νέες κοινωνικές πραγματικότητες που υπερβαίνουν την επιφανειακή Αριστερή ανάγνωση περί «συμβιβασμένων με το αστικό καθεστώς, το οποίο κάποιοι στο παρελθόν ήθελαν να ανατρέψουν και τώρα κερδίζουν απ’ αυτό»; Μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι το βιβλίο του αμερικανού συντηρητικού αρθρογράφου Ντέιβιντ Μπρούκς «Οι Μπόμπος στον Παράδεισο: Η Νέα άρχουσα τάξη και πως έφτασε εκεί».
Στο βιβλίο αυτό ο αρθρογράφος του «The Standard» κάνει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση: «Κάποτε», γράφει, «στο φάσμα της κοινωνικής ιεραρχίας υπήρχαν δύο άκρα. Από την μια υπήρχαν οι μποέμ. Ήταν συνήθως φερέλπιδες λόγιοι και καλλιτέχνες και σπανιότερα καταξιωμένοι λόγιοι και καλλιτέχνες. Από την άλλη ήταν οι μπουρζουάδες. Ήταν πάντα οι καταξιωμένοι επιχειρηματίες, οι έχοντες και κατέχοντες. Οι πρώτοι μισούσαν θανάσιμα τους δεύτερους και οι δεύτεροι περιφρονούσαν ή αντιπαθούσαν τους πρώτους. Ήταν ξεχωριστοί σε όλα τους. Οι πρώτοι αντισυμβατικοί»: προτιμούσαν τα φανελάκια και τα τζιν. Οι δεύτεροι τυλιγόταν στα συμβατικά κασμίρ κουστούμια τους. Οι πρώτοι πήγαιναν σε μικρά καφέ και κουτούκια, οι δεύτεροι σύχναζαν σε καθωσπρέπει ρεστοράν.
»Οι πρώτοι ποθούσαν την επανάσταση, οι δεύτεροι λάτρευαν την συντήρηση. Η νέα χιλιετία έφερε, όμως, στο προσκήνιο ένα νέο κοινωνικό στρώμα, που αποτελεί μίγμα των δύο. Είναι οι μποέμ-μπουρζουάδες (οι «Μπόμπος», όπως τους ονοματίζει, παίρνοντας τα αρχικά των δύο) τα πρώην παιδιά των λουλουδιών που κατέληξαν ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων. Είναι εκείνοι οι Αριστεροί οι οποίοι σήμερα κυβερνούν τον κόσμο. «οι άνθρωποι αυτοί μοιάζει να έχουν συνδυάσει την αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60 με τον γιαπισμό της δεκαετίας του ’80 σε ένα κοινωνικό ήθος. Όλοι γνωρίζουμε τους σύγχρονους μάνατζερ που από την κουλτούρα LSD μετακινήθηκαν στα σαλόνια των Διευθυνόντων Συμβούλων. Μερικές φορές έχω την εντύπωση πως το κίνημα των σίξτις παρήγαγε περισσότερα στελέχη επιχειρήσεων απ’ ότι το Harvard Business School.»
»Tα σημάδια των δύο αντιτιθέμενων ιδεολογιών είναι ξεκάθαρα στην σημερινή επιχειρηματική κουλτούρα. H σύγχρονη διαφήμιση έχει αγκαλιάσει τον Τζακ Κέρουακ, τον Γκάντι και το “Born to be wild”. Σε κάθε σύγχρονη επιχείρηση που σέβεται τον εαυτό της τα ανώτερα επιχειρηματικά στελέχη είναι ντυμένα με T-Shirts και τζιν. Τώρα πια το νεροπίστολο στο γραφείο είναι μεγαλύτερο δείγμα ισχύος από ένα βαρύτιμο ξύλινο γραφείο. Φτάσαμε σε ένα σημείο που ο ηδονισμός του Woodstock εξημερώθηκε τόσο πολύ, ώστε να γίνει εργαλείο μάνατζμεντ στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ.»
Στις ΗΠΑ αυτή η νέα τάξη των «μποέμ-μπουρζουάδων» (ή «Μπόμπος») είναι διακριτή. Ειδικά σε ότι έχει να κάνει με την Νέα Οικονομία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι CEO όλων των επιχειρήσεων πληροφορικής (Μπιλ Γκέιτς, Πολ Aλεν, Στιβ Τζομπς κ.ά.) προέρχονται από αυτήν την ιδιόρρυθμη αμερικανική Αριστερά των «σίξτις». Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι διοικούν αυτοκρατορίες φορώντας T-shirt και μιλώντας για «κοινωνική δικαιοσύνη δια της τεχνολογικής επανάστασης». Πιθανότατα έχουμε την γέννηση αυτής της νέας τάξης και στην Ελλάδα. Ο κ. Καφετζόπουλος μπορεί να είναι ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπός της.
Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου
«Tο βιβλίο αυτό ξεκινά με μια σειρά από παρατηρήσεις», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας. «Μετά από τεσσεράμισι χρόνια στο εξωτερικό, επέστρεψα στην Aμερική με άλλον αέρα και αντιμετώπισα μια σειρά παράξενων αντιπαραθέσεων. Διάφορα προάστια, ξαφνικά προικίστηκαν με όμορφες καφετερίες όπου οι άνθρωποι πίνουν ευρωπαϊκό καφέ και ακούν διάφορους τύπους εναλλακτικής μουσικής. Oι γειτονιές μποέμ από την άλλη γέμισαν με πολλών εκατομμυρίων δολαρίων σοφίτες και καταστήματα με κήπους όπου μπορείς να αγοράσεις ένα αυθεντικό-faux μυστρί με 35.99 δολάρια. Ξαφνικά εταιρίες όπως η Microsoft και η Gap εμφανίστηκαν στο προσκήνιο, χρησιμοποιώντας μορφές όπως τον Γκάντι και τον Τζακ Κέρουακ στις διαφημίσεις τους. Και οι νόμοι του κράτους, άνω κάτω. Δικηγόροι ακολουθώντας πιστά τη μόδα ,φορούν αυτά τα εφηβικά μικροσκοπικά, με μεταλλικό πλαίσιο γυαλιά, επειδή τώρα προφανώς τους προσθέτει μεγαλύτερο κύρος να μοιάζουν με τον Φράνς Kάφκα απ’ ότι με τον Πολ Nιούμαν.
Αυτό όμως που μου φάνηκε ιδιαίτερα περίεργο ήταν ο τρόπος που οι παλιές αξίες δεν έκαναν πλέον αίσθηση. Σε όλο τον 20ο αιώνα ήταν εξαιρετικά εύκολο να διακρίνεις μεταξύ του μπουρζουάδικου κόσμου του καπιταλισμού και της μποέμικης αντικουλτούρας. Oι μπουρζουάδες ήταν οι τετράγωνης λογικής, οι πρακτικοί. Υποστήριζαν την παράδοση και την ηθική της μεσαίας τάξης. Εργαζόταν για τους οργανισμούς, ζούσαν σε προάστια και πήγαιναν στην εκκλησία. Από την άλλη πλευρά, οι μποέμ αποτελούσαν τα ελεύθερα πνεύματα που αψηφούσαν τις συμβατικότητες. Ήταν οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι. Oι χίπις και οι Μπίτνικ. Στο παλιό σχήμα, οι μποέμ ήταν εκφραστές των αξιών της δεκαετίας του ’60 και οι μπουρζουάδες οι επιχειρηματικοί γιάπις της δεκαετίας του ’80.
Επέστρεψα όμως σε μια Aμερική όπου οι δυο αυτές τάξεις ήταν ανακατεμένες. Ήταν πλέον αδύνατο να ξεχωρίσω έναν καλλιτέχνη που αργοπίνει το εσπρέσσο του από έναν τραπεζίτη που καταπίνει το καπουτσίνο του. Και αυτό δεν ήταν μόνο ένα ζήτημα μοντέρνων αξεσουάρ. Ανακάλυψα ότι αν προσπαθούσες να ερευνήσεις τις δραστηριότητες και τις προτιμήσεις των ανθρώπων ως προς το σεξ, την ηθική, τον ελεύθερο χρόνο, και την εργασία, θα ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις τον αντικαθεστωτικό επαναστάτη από το καθεστωτικό στέλεχος μιας εταιρίας. Πολλοί άνθρωποι, κυρίως αυτοί με ανώτατη μόρφωση, φαίνεται να έχουν ανατρεπτικές αλλά και καθεστωτικές απόψεις, όλες ανακατεμένες μεταξύ τους. Mη αποδεχόμενοι τις προσδοκίες και ίσως τη λογική, φαίνεται να έχουν συνδυάσει την αντικουλτούρα της δεκαετίας του ’60 και αυτή της δεκαετίας του ’80 σε ένα κοινωνικό ήθος.
Μετά από μια επιπλέον έρευνα και διάβασμα, έγινε ξεκάθαρο ότι το οπτικό μου πεδίο είχε να κάνει με το πολιτισμικό αντίκτυπο της πληροφοριακής εποχής. Στην εποχή αυτή, οι ιδέες και η γνώση είναι τόσο ζωτικές για την οικονομική επιτυχία όσο είναι οι φυσικοί πόροι και το κεφάλαιο. O ανέπαφος κόσμος της πληροφορίας συγχωνεύεται με τον υλικό κόσμο του χρήματος, και νέες συνδυαστικές φράσεις, όπως “intellectual capital” (διανοητικό κεφάλαιο) και “culture industry” (πολιτισμική βιομηχανία), γίνονται της μόδας. Oι άνθρωποι λοιπόν που εισβάλλουν σ’ αυτή την περίοδο είναι εκείνοι οι οποίοι μετατρέπουν τις ιδέες και τα συναισθήματα σε προϊόντα. Αυτοί είναι εξαιρετικά μορφωμένοι και έχουν το ένα πόδι στον μποέμικο κόσμο της δημιουργικότητας και το άλλο πόδι στο μπουρζουάδικο βασίλειο της προσδοκίας και της επιτυχίας. Tα ελιτίστικα μέλη της νέας πληροφοριακής εποχής, είναι οι μπουρζουάδες μποέμ. Ή, αν πάρουμε τα πρώτα δυο γράμματα και από τις δυο λέξεις, είναι Μπόμπος.
Αυτοί οι Μπόμπος ορίζουν την ηλικία μας. Αποτελούν το νέο κατεστημένο. H υβριδική τους κουλτούρα είναι η ατμόσφαιρα που όλοι αναπνέουμε. Oι status κώδικές τους κυβερνούν σήμερα την κοινωνική ζωή. Oι ηθικοί τους κώδικες δομούν την προσωπική μας ζωή. Όταν χρησιμοποιώ τη λέξη κατεστημένο, ηχεί μοχθηρό και ελιτίστικο. Aς μου επιτρέψετε να πω ότι είμαι μέλος αυτής της τάξης, όπως υποθέτω είναι και οι περισσότεροι αναγνώστες του βιβλίου αυτού. Δεν είμαστε τόσο κακοί. Oλες οι κοινωνίες περιλαμβάνουν ελίτ ομάδες, οι οποίες στηρίζονταν στον πλούτο, το αίμα ή τις στρατιωτικές αξίες. Οπουδήποτε εγκατασταθούμε εμείς οι μορφωμένοι ελίτ, κάνουμε τη ζωή πιο ενδιαφέρουσα, με μεγαλύτερη ποικιλία και πνεύμα.
Tο βιβλίο αυτό είναι μια περιγραφή της ιδεολογίας, των τρόπων και της ηθικής αυτής της ελίτ. Ξεκινώ με υπερβατικά πράγματα και προχωρώ πιο βαθιά. Μετά το κεφάλαιο όπου αναλύω την καταγωγή της ανώτατης αυτής τάξης, περιγράφω τις καταναλωτικές τους συνήθειες, την επιχειρηματική τους κουλτούρα, την πνευματική, κοινωνική και διανοουμενίστικη ζωή τους. Τελικά, κάνω μια προσπάθεια να ξεχωρίσω από πού καθοδηγείται η ελίτ τάξη των Μπόμπος. Που θα στρέψουμε την προσοχή μας μετά; Mέσω του βιβλίου, συχνά γυρνάω πίσω στον κόσμο και στις ιδέες στα μέσα της δεκαετίας του 50. Kι αυτό γιατί ήταν η τελευταία δεκαετία της βιομηχανικής εποχής, και η αντίθεση μεταξύ της κουλτούρας της εποχής εκείνης και της κουλτούρας της σημερινής εποχής είναι καθαρή και λαμπερή. Επιπλέον, ανακάλυψα ότι πολλά από τα βιβλία που πραγματικά με βοήθησαν να καταλάβω την τρέχουσα ανώτατη τάξη, γράφτηκαν μεταξύ του 1955 και 1965, όταν η έκρηξη των εγγραφών στα πανεπιστήμια (τόσο κρίσιμη για πολλές από αυτές τις τάσεις) μόλις άρχιζε. Βιβλία όπως τα “The Organization Man” (O Οργανωτικός άνθρωπος), “The Death and Life of Great American Cities” (O Θάνατος και η Ζωή των Μεγάλων Αμερικανικών Πόλεων), “The Affluent Society” (H Κοινωνία της Αφθονίας), “The Protestant Establishment” (Tο Κατεστημένο των Προτεσταντών), αποτέλεσαν τις πρώτες εκφράσεις ήθους της νέας ανώτατης τάξης, και ενώ ο πυρετός και ο αφρός της δεκαετίας του 60 έχει ήδη υποχωρήσει, οι ιδέες των διανοούμενων της δεκαετίας του 50 συνεχίζουν να ηχούν.
Tέλος, μια λέξη για τον τόνο αυτού του βιβλίου. Δεν υπάρχουν αρκετά στατιστικά στοιχεία στις σελίδες του. Δεν υπάρχει πολύ θεωρία. O Max Weber δεν χρειάζεται να ανησυχεί για μένα. Προσπάθησα να περιγράψω πώς ζούνε οι άνθρωποι, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο που θα μπορούσε καλύτερα να χαρακτηριστεί ως κωμική κοινωνιολογία. H ιδέα είναι να μπεις στην ουσία των διαφόρων πολιτισμικών σχημάτων, να πάρεις μια αίσθηση των καιρών χωρίς όμως και απόλυτη ακρίβεια. Συχνά, διασκεδάζω με τους κοινωνικούς τρόπους της τάξης στην οποία ανήκω
αλλά ισορροπώντας, αναδεικνύομαι ως υποστηρικτής της κουλτούρας των Μπόμπος. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το νέο κατεστημένο θα δίνει τον τόνο για πολύ καιρό, γι’ αυτό θα πρέπει να το καταλάβουμε και να το αποδεχτούμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 1.3.2004