Δει δη χρημάτων, λοιπόν, και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων. Η εύκολη απάντηση είναι η «δημοσιογραφία της συγκίνησης». Είναι μάλιστα και βολική για τις προκαταλήψεις μας…
Κάθε φορά που κάτι μεγάλο συμβαίνει τα δημοσιογραφικά επιτελεία έχουν ένα τεράστιο πρόβλημα. Όπως προχθές που έγινε ο εκτυφλωτικός βομβαρδισμός της Βαγδάτης. Πως θα μπορούσε μια εφημερίδα ή ένας τηλεοπτικός σταθμός να χαρακτηρίσει το προχθεσινό μπαράζ πυραύλων; «Φρίκη»; Μα, ο όρος ήδη έχει χρησιμοποιηθεί για ένα εργατικό ατύχημα σε κάποια πολυκατοικία. «Εφιάλτης»; Κι αυτή η λέξη έχει χάσει το νόημά της. Χαρακτηρίζει το ποταπό σε σχέση με τη Βαγδάτη κυκλοφοριακό πρόβλημα της Αθήνας.
Κάποια κανάλια, μετά το πρώτο κύμα βομβαρδισμών σε επιλεγμένα κτίρια, βρήκαν μια λύση: «Ισοπεδώνουν τη Βαγδάτη». Το πρόβλημα όμως είναι τι τίτλο θα χρησιμοποιήσουν αν (ω μη γένοιτο) πραγματικά οι Αμερικανοί προχωρήσουν σε μαζικούς βομβαρδισμούς και ισοπεδώσουν τη Βαγδάτη. Τι θα πουν σ’ αυτήν την περίπτωση, αφού ήδη έχουν «ενημερώσει» τους τηλεθεατές ότι η Βαγδάτη είναι ισοπεδωμένη από την τρίτη μέρα του πολέμου; «Οργώνουν την ισοπεδωμένη Βαγδάτη»;
Η «δημοσιογραφία της συγκίνησης» δείχνει ήδη τα όρια της. Ο πληθωρισμός των λέξεων έχει κάνει τις εφημερίδες κάτι σαν κατοχικό χαρτονόμισμα. Χαρτί χωρίς αξία. Κάποιοι ήδη έφτασαν στον ορισμό «ολοκαύτωμα στο Ιράκ». Την 10η μέρα του πολέμου τι θα έχουμε; «πανολοκαύτωμα»;
Γιατί όμως η ελληνική δημοσιογραφία ρέπει προς την συγκίνηση, αντί στην ψυχραιμία, στα επίθετα αντί στα ουσιαστικά, στο θέαμα στην ουσία; Το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο είναι μέρος μόνο της απάντησης. Ένα άλλο κομμάτι της απάντησης είναι ότι οι έλληνες δημοσιογράφοι πιστεύουν πως δουλειά τους είναι να αλλάξουν τον κόσμο αντί να ενημερώνουν τους πελάτες τους. Μπαίνουν στα χαρακώματα κι αρχίζουν να πολεμούν: είτε τον πόλεμο (με προτροπή των συνδικαλιστικών τους οργάνων μάλιστα), είτε συνήθως τους Αμερικανούς. Σημαδεύοντας όμως τις ΗΠΑ, πυροβολούν την δουλειά τους που είναι η έγκυρη ενημέρωση.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος της απάντησης είναι ότι η «ψύχραιμη δημοσιογραφία» είναι ακριβή υπόθεση για τα ελληνικά μεγέθη. Χρειάζονται πολλές ανθρωποώρες για τη διασταύρωση ειδήσεων (άρα περισσότερους δημοσιογράφους), γνώσεις (άρα πιο εξειδικευμένους και συνεπώς πιο ακριβούς για τη λειτουργία των ΜΜΕ δημοσιογράφους), περισσότερα τεχνικά μέσα (πρόσβαση σε βιβλιοθήκες, ειδικά κέντρα αναλύσεων κ.λ.π.).
Δει δη χρημάτων, λοιπόν, και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων. Η εύκολη απάντηση είναι η «δημοσιογραφία της συγκίνησης». Είναι μάλιστα και βολική για τις προκαταλήψεις μας…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 24.3.2003