Τούτες τις μέρες, μαζί με την ταινία «Υπάρχω» του κ. Γιώργου Τσεμπερόπουλου, κυκλοφόρησε και το βιβλίο του φίλου Θανάση Διαμαντόπουλου «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός της ιστορίας» (εκδ. Πατάκη). Είναι ένα εικονοκλαστικό αφήγημα για τον «άνθρωπο, τον θρύλο» και το «πολιτικό του αποτύπωμα». Δίκαιο εν πολλοίς, παθιασμένο –μέχρι και εμπαθές– κατά της κυρίαρχης ιστοριογραφίας.
Ολως περιέργως το βιβλίο αυτό δεν εντάχθηκε στη χορεία των «γουόκ πολιτιστικών προϊόντων», παρ’ όλο που επιχειρεί να κατεδαφίσει μια λατρεμένη μορφή της ελληνικής ιστορίας. Οφείλεται αυτή η παράλειψη στο γεγονός ότι πλέον δεν διαβάζουμε, αλλά καταναλώνουμε τη γνώση με μορφή κινούμενων εικόνων; Μήπως αυτή η «επιείκεια» έχει να κάνει με το ότι όλοι αγριοφωνάξαμε «είμαι και αρχή και φινάλε…», ενώ δεν γράφτηκαν τραγούδια για την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας;
Υπάρχει όμως και η φρικτή υποψία πως η αποκαλούμενη «γουόκ κουλτούρα» ενοχλεί μόνο όταν προέρχεται από (αυτό που θεωρούμε) Αριστερά. Για παράδειγμα: αν εξαιρέσουμε τον «Ριζοσπάστη», ουδείς ενοχλήθηκε από όσα σούραμε παλιότερα στον Γιάννη Ρίτσο, επειδή κάποτε έγραψε ένα στιχούργημα για τα «τρία κόκκινα γράμματα σεμνή υπογραφή του λαού μας στις λεωφόρους του μέλλοντος». Δεν ήταν ο μεγάλος ποιητής «τέκνο της εποχής του»; Δεν εξέφρασε τους «πόθους, τις αγωνίες» –ακόμη και την καψούρα για τον κομμουνισμό– ενός μέρους του λαού; Μόνο ο Στέλιος Καζαντζίδης έκανε τέτοια πράγματα;
Το πρώτο θύμα και στους πολιτιστικούς πολέμους είναι η αλήθεια. Η πολεμική στην κριτική για όσα τραγούδησε ο Καζαντζίδης αποκρύπτει το γεγονός ότι «οι στίχοι, με την ωμή προσήλωσή τους στη φαλλοκρατική αντίληψη της εποχής, σήμερα μοιάζουν περισσότερο με λείψανα μιας κοινωνίας που πάλευε να διατηρήσει τις πατριαρχικές της ρίζες» (Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος, «Πίσω απ’ τους στίχους», «Τα Νέα», 28.12.2024).
Η άλλη αλήθεια είναι πως «δεν έφταιγε αυτός, τόσοι ήμασταν». Αν ήμασταν άλλοι, θα ήταν διαφορετικοί οι στίχοι που αγαπήσαμε. Επομένως, ναι μεν πρέπει να είμαστε γενναιόδωροι στους εκφραστές κάθε εποχής, πρέπει επίσης να είμαστε γενναίοι όταν αντικρίζουμε το παρελθόν μας, γιατί «τόσοι ήμασταν» αλλά παραμένουν ανοιχτά τα ερωτήματα «τι είμαστε» και «τι θα γίνουμε». Αυτό είναι θέμα ψύχραιμου διαλόγου.
Πάντως, το καλύτερο στην «Καζαντζιδιάδα» που ενέσκηψε ήταν μια ανάρτηση στο Facebook: «ΟΥΣΤ! (…) πουρκουάδες, ντεγκρεσέδες και κεσκεσέδες που κράζουν τον Στελάρα! Αγνώμονες και ολίγιστοι, μεγαλωμένοι με απανθρωπιά, γαλλικά και πιάνο…» (29.12.2024). Είναι το καλύτερο επειδή είναι ανεπιτήδευτο. Γνησίως λαϊκό…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.1.2025