Είχε, επί της ουσίας, δίκιο ή άδικο ο κ. Τατούλης; Κι αν έχει δίκιο, τι πρέπει να γίνει για το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα ώστε να προστατεύεται ο πρωθυπουργός από κακές ή επιλήψιμες επιλογές των συνεργατών του;
Υπάρχουν δύο ερωτήματα μετά τη διαγραφή του κ. Πέτρου Τατούλη. Το πρώτο είναι: Τι θέλει να κάνει ή, αλλιώς, πού το πάει ο Αρκάς βουλευτής; Το δεύτερο είναι: Τι ήθελε να πει με τη συνέντευξη, που προκάλεσε τη διαγραφή του;
Το πρώτο είναι ένα αστυνομικής υφής ερώτημα, που επιτρέπει απέραντες συζητήσεις. Τα πραγματικά στοιχεία για τις μελλοντικές κινήσεις του κ. Τατούλη δεν υπάρχουν. Για την ακρίβεια, έχουμε μόνο αυτά που είπε στη συνέντευξη και στο blog. Δηλαδή τίποτα. Και επειδή όσο λιγότερα είναι τα στοιχεία τόσο περισσότερος χώρος αφήνεται στη φαντασία, με μηδενικά στοιχεία η φαντασία εκτινάσσεται στο άπειρο. Κυκλοφορούν όλα τα σενάρια. Από το ότι ο κ. Τατούλης θα πάει στο ΠΑΣΟΚ, μέχρι ότι θα κάνει δικό του κόμμα, ότι θα πλαισιώσει το αόρατο κόμμα των επιχειρηματιών και μέχρι ότι θα ενταχθεί στον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό. Διαλέξτε…
Το δεύτερο ερώτημα είναι πολιτικό: Τι ήθελε να πει ο κ. Τατούλης στη συνέντευξή του; Εννοούσε κάτι συνωμοσιολογικό λέγοντας ότι «δυστυχώς στην Ελλάδα το σύστημά μας είναι πρωθυπουργοκεντρικό. Βέβαια, η συγκέντρωση εξουσιών μπορεί να είναι ευχάριστη στην αρχή, για όποιον δεν έχει συναίσθηση της τεράστιας ευθύνης. Σύντομα όμως ακολουθεί και η δυσάρεστη ανάληψη όλων των ευθυνών. Ο πρωθυπουργός είναι απόλυτα και πρωταρχικά υπεύθυνος για όλες τις κυβερνητικές επιλογές, πολιτικών και προσώπων… Ο κάθε πρωθυπουργός στη συνείδηση του κόσμου δεν είναι κάτι διαφορετικό από το κόμμα και τα στελέχη του. Για την ακρίβεια, ο κ. Καραμανλής θεωρήθηκε επί μακρόν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Νέας Δημοκρατίας. Σε αντιδιαστολή ο κ. Σημίτης περισσότερο σαν βαρίδι έσερνε πίσω του το ΠΑΣΟΚ. Συμπεραίνει κανείς ότι ελλοχεύει ένας μεγάλος κίνδυνος, ενώ τα κακώς κείμενα της πασοκικής πολιτείας τραυμάτισαν το προφίλ του κ. Σημίτη, καθιστώντας τον απλώς ανίκανο να καταπολεμήσει τη διαφθορά των στελεχών ενός κόμματος με το οποίο δεν τον συνέδεαν πολλά, τα νεοδημοκρατικά δεινά επηρεάζουν τόσο τον κ. Καραμανλή (λόγω της ταύτισης του ονόματος με το κόμμα) που ο ίδιος κινδυνεύει να ταυτιστεί με τις κακές επιλογές κάποιων στελεχών του. Κινδυνεύει δηλαδή να χαρακτηριστεί όχι ανίκανος αλλά συνένοχος. Από πολιτικής άποψης φυσικά.»
Αυτό το (επίμαχο για την «κομματική νομιμότητα») σημείο της συνέντευξης δεν το συζήτησε κανείς. Είχε, επί της ουσίας, δίκιο ή άδικο ο κ. Τατούλης; Κι αν έχει δίκιο, τι πρέπει να γίνει για το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα ώστε να προστατεύεται ο πρωθυπουργός από κακές ή επιλήψιμες επιλογές των συνεργατών του; Μήπως πρέπει να αλλάξει κάτι ώστε ο εκάστοτε πρόεδρος της κυβέρνησης να αποστασιοποιείται τοις πράγμασι από το κόμμα και τα βαρίδια του; Μήπως, δηλαδή, έχουμε ένα συγκεντρωτικό σύστημα που δεν παράγει αποτελέσματα, αλλά κάνει τους πρωθυπουργούς ανίκανους ή συνένοχους;
Το γεγονός ότι ο διάλογος εστιάστηκε στο δάχτυλο και όχι στο τι δείχνει, οι παλιοί αναρχικοί το ονόμαζαν ηλιθιότητα. Ας μην είμαστε τόσο αυστηροί, αλλά πρέπει να εντοπίσουμε την παθογένεια. Η πολιτική συζήτηση έχει από καιρό πάψει να ασχολείται με την πολιτική και περιορίζεται πλέον στις διαδικασίες της. Κι από κει ξεκινούν όλα τα προβλήματα της πολιτικής.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 12.11.2008