Τα «καλά αγγλικά» του κ. Αλέξη Τσίπρα, που αναφέρει στα απομνημονεύματά της η κ. Αγκελα Μέρκελ, είναι μάλλον κάποιο γερμανικό ανέκδοτο που εμείς αδυνατούμε να το καταλάβουμε. Το ίδιο και η «καλή διαπραγμάτευση» που έκανε και κατέληξε σε capital controls (κλείσιμο τραπεζών) και στη γνωστή kolotoumpa με το τρίτο και αχρείαστο μνημόνιο.
Είναι εντυπωσιακό πάντως πώς η τέως καγκελάριος προσπερνάει με δυο αράδες τον κ. Αντώνη Σαμαρά –«δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις που συνδέονταν με το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης»– και πώς απαξιώνει τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, τον οποίο δεν άφησε να πάρει ανάσα. Ζήτησε κατευθείαν μέτρα, ενώ είχε τα καλύτερα να πει για τον κ. Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος επί έξι μήνες αποστράγγισε τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας κάνοντας «αντίσταση», που τελικώς δεν ήταν αντίσταση, αλλά κόλπο για να πείσει τους Ελληνες να στηρίξουν το πρόγραμμα.
Δύο αποσπάσματα: 1) «Η εντύπωση που αποκόμισα ήταν πως ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πέρα για πέρα ανοιχτός στη συνεργασία και ήθελε να ψηλαφίσει σιγά σιγά τον δρόμο του σε ένα άγνωστο για κείνον έδαφος. Η προσέγγιση αυτή μου φάνηκε πολύ οικεία και συμπαθητική». 2) «Ο Παπανδρέου μάς είπε ότι χρειάζεται χρόνο. Βρήκα αδιανόητη την αντίδρασή του».
Δόθηκαν πολλές εξηγήσεις για τον «πολιτικό έρωτα» Μέρκελ – Τσίπρα. Πιθανώς να έπαιξαν ρόλο το χαμόγελο και οι μαλαγανιές του Ελληνα ηγέτη. «Η διαφορά ενός χάμστερ κι ενός αρουραίου», είχε πει ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς, «είναι οι καλές δημόσιες σχέσεις». Ισως η κ. Μέρκελ να είχε μπαϊλντίσει από το παλαιό πολιτικό προσωπικό και να πίστεψε ότι ένας νέος άνθρωπος μπορεί να φέρει σε πέρας εκείνο που επί τέσσερα χρόνια έμοιαζε ακατόρθωτο. Το ίδιο πίστεψαν και οι Ελληνες, αλλά από την αντίστροφη μεριά. Ισως να βρήκαν κοινά στοιχεία από τη νεανική τους ηλικία. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1989, όταν γκρεμιζόταν ο «υπαρκτός», και η κ. Μέρκελ και ο κ. Τσίπρας ήταν μέλη κομμουνιστικών κομμάτων.
Αβυσσος η ψυχή των Γερμανών, όταν μάλιστα έχουν μεγαλώσει στη γνωστή «Λαοκρατική Δημοκρατία». Στα απομνημονεύματά της γράφει ότι έστειλε επιστολή ζητώντας την απελευθέρωση του Μίκη Θεοδωράκη από τη χούντα. «Καθώς η μητέρα μου γνώριζε ελληνικά, με βοήθησε να ζητήσω με επιστολή στα ελληνικά την απελευθέρωσή του. Ενα πρωί μού είπε μια φίλη: “Ο Μίκης μάς πρόδωσε”. “Τι συνέβη;” ρώτησα. “Είναι ελεύθερος”, απάντησε, “αυτό θέλαμε, αλλά δεν ήρθε σε εμάς, πήγε στη Δύση…». Τα κοριτσόπουλα της Ελεύθερης Γερμανικής Νεολαίας (Freie Deutsche Jugend, η μόνη οργάνωση νέων που υπήρχε στην Ανατολική Γερμανία) αδυνατούσαν να σκεφτούν ότι κάτι παραπάνω θα ήξερε ο Μίκης…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 30.11.2024