«Σκληρές εικόνες κατέγραψε ο τηλεοπτικός φακός από τη σφαγή αμάχων, ακόμη και παιδιών, στο κιμπούτς Κφαρ Αζά», μας πληροφόρησαν οι παρουσιαστές των δελτίων ειδήσεων, συμπληρώνοντας ότι «ακολουθεί το σχετικό βίντεο». Αυτό που ακολούθησε ήταν η απόλυτη θολούρα. Κάθε κουκκίδα της οθόνης ήταν γκρίζα και για μισό περίπου λεπτό προσπαθούσαμε να δούμε τις «σκληρές εικόνες».
Μάταια! Αυτό που το 2002 ονομάσαμε «λογοκρισία του αποτροπιασμού», ασκήθηκε και πάλι. Οι παραγωγοί των δελτίων ειδήσεων θυσίασαν την ενημέρωση για χάρη κάποιας «ψυχολογικής ορθότητας». Η πραγματικότητα παρουσιάστηκε πάλι ακρωτηριασμένη, η φρίκη της τρομοκρατίας δεν εντυπώθηκε στη συλλογική μας συνείδηση.
Θα συμφωνήσουμε ότι η εικόνα σοκάρει, ειδικώς όταν αποτυπώνει τόπους μαζικών εγκλημάτων. Αλλά πάλι, πώς θα θυμόμασταν το Ολοκαύτωμα χωρίς τις φριχτές εικόνες από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης; Δεν αναφερόμαστε στους λίγους διαταραγμένους αρνητές του μεγαλύτερου εγκλήματος στην ανθρώπινη Ιστορία, αλλά σε όλους εμάς που είδαμε τις εικόνες και είπαμε «ποτέ ξανά». Ας μην ξεχνάμε ότι το 1945 οι αρχηγοί των συμμαχικών δυνάμεων εξανάγκασαν τους Γερμανούς κατοίκους της περιοχής, τους αιχμαλώτους στρατιωτικούς, καθώς και τα μέλη της ναζιστικής νεολαίας, να μπουν μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να δουν. Ηταν η πρώτη φορά που η Γερμανία ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τα πρόσφατα εγκλήματά της. Οι λέξεις ήταν φτωχές για να περιγραφεί το Ολοκαύτωμα. Οι Γερμανοί έπρεπε να δουν…
Ποια θα ήταν η τύχη του αντιπολεμικού κινήματος στις ΗΠΑ αν δεν υπήρχε η αποτύπωση της δολοφονίας ενός Bιετκόνγκ από τον στρατηγό των Νοτιοβιετναμέζων Nκιεν Nγκοκ Λόαν; Οι εικόνες από το φιλμ της εκτέλεσης μπήκαν καρέ καρέ στην πρώτη σελίδα όλων των αμερικανικών εφημερίδων. Ηταν μια απόδειξη ότι ο πόλεμος στο Bιετνάμ δεν ήταν η ηρωική προσπάθεια του «ελεύθερου κόσμου» ενάντια στους αιμοσταγείς κομμουνιστές, αλλά ένας βρώμικος πόλεμος στον οποίο «οι καλοί» σύμμαχοι σκότωναν εν ψυχρώ. Σήμερα, το φιλμ της εννιάχρονης τότε Βιετναμέζας Kιμ Φουκ, που το 1972 έτρεχε γυμνή με τις σάρκες της να κρέμονται από τα εγκαύματα, λόγω ρίψης ναπάλμ, θα κρυβόταν πίσω από κάποιο θολό ψηφιδωτό.
Οπως γράφαμε, «αυτές οι εικόνες άλλαξαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον ρουν της Ιστορίας. Aν ίσχυε και στο παρελθόν η ιδιότυπη λογοκρισία του αποτροπιασμού, ίσως να μη δημοσιεύονταν ποτέ. Oι εφημερίδες (τα ΜΜΕ) πιθανώς να ήταν με τα σύγχρονα μέτρα “καλύτερες”. O κόσμος όχι…». («Η λογοκρισία του αποτροπιασμού», 16.4.2002.) Ειρωνεία της ιστορίας: το άρθρο δημοσιεύθηκε μετά τις διαμαρτυρίες κάποιων, επειδή τα ΜΜΕ μετέδωσαν εικόνες από δολοφονηθέντα γυναικόπαιδα στον προσφυγικό καταυλισμό της Τζενίν, μετά την εισβολή των στρατευμάτων του Αριέλ Σαρόν.
Το πρώτο καθήκον των δημοσιογράφων είναι η αποτύπωση της πραγματικότητας, χωρίς αυτή να θολώνει από άλλους «ευγενείς» σκοπούς. Στο κάτω κάτω της γραφής, «ευγενέστατος» σκοπός είναι και το χτίσιμο της σοσιαλιστικής κοινωνίας και είναι σίγουρο ότι αν οι Σοβιετικοί πολίτες μπορούσαν να πουν τη γνώμη τους, θα επικροτούσαν τη λογοκρισία των αντεπαναστατικών, ιδεών ειδήσεων, εικόνων. Πάντα θα υπάρχει ένας καλός λόγος, μεταμφιεσμένος σε καλό σκοπό, για τη λογοκρισία. Αφήστε δε που οι «ευγενείς σκοποί» συνήθως γίνονται μπούμερανγκ. Ηδη κάποιος ρώτησε τον Τάκη Θεοδωρόπουλο «αν πιστεύει ότι αποκεφαλίστηκαν μωρά» («Καθημερινή», 13.10.2023).
Η πραγματικότητα είναι σκληρή και μερικές φορές απάνθρωπη. Ο αποτροπιασμός μας, όμως, για τα μαζικά εγκλήματα, σαν αυτό που έγινε στο νότιο Ισραήλ, οφείλεται ότι τα αντιμετωπίσαμε κατάματα. Είπαμε «ποτέ ξανά» διότι σοκαριστήκαμε από αυτά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 15.10.2023