Είναι άδικος ο ψόγος του πρωθυπουργού (τον οποίο παπαγαλίζουν πολλοί) για την απουσία θέσεων της αντιπολίτευσης σε ό,τι αφορά τον σιδηρόδρομο. Δύο μεστές σε προτάσεις ημερίδες έκανε το ινστιτούτο InSocial του ΠΑΣΟΚ, στις οποίες ακούστηκαν εξαιρετικώς ενδιαφέροντα πράγματα, όπως π.χ. ότι «για εμπορευματικούς συρμούς η ταχύτητα δεν είναι το βασικό κριτήριο. Η ακρίβεια των δρομολογίων είναι ο βασικός παράγοντας επιλογής ενός μέσου. Ειδικά για τον σιδηρόδρομο, κριτήριο είναι και η αποτελεσματικότητα των μεταφορτώσεων (…) Η COSCO αναφέρει ελάχιστη επιθυμητή μέση εμπορική ταχύτητα στον άξονα Κεντρική Ευρώπη – Πειραιάς τα 75 χλμ./ώρα» (Βασίλης Ευμολπίδης, 9.12.2024). Στο δυστύχημα των Τεμπών η εμπορική αμαξοστοιχία πήγαινε με 100 χλμ./ώρα.
Η αδικία όμως δεν συνίσταται στις μισές αλήθειες ή στα ολόκληρα ψέματα με τα οποία πλημμυρίζει η κυβέρνηση τον δημόσιο διάλογο. Είναι δομική. Πρώτον, έχει να κάνει με την ανισορροπία δυνατοτήτων (χρήμα, ανθρώπους, μηχανισμούς κ.ά.) που έχει η εκάστοτε κυβέρνηση, σε σχέση με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Για παράδειγμα: το 2019 το προεκλογικό πρόγραμμα της αντιπολιτευόμενης τότε Ν.Δ. είχε τέσσερις αράδες για τους σιδηροδρόμους: «Επενδύουμε στον γρήγορο σιδηρόδρομο με την ολοκλήρωση των συστημάτων ηλεκτροκίνησης, τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης στην κεντρική σιδηροδρομική γραμμή (Πάτρα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Εύζωνοι, Προμαχώνας) και τη νέα πεδινή χάραξη Θεσσαλονίκης – Καβάλας». Τίποτε από αυτά δεν έχει ακόμη τελειώσει, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Την ίδια περίοδο, τον Φεβρουάριο του 2019, ο κ. Χρήστος Σπίρτζης παρουσίασε το «Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Μεταφορών της Ελλάδας», που μόνο η περίληψή του είναι 67 σελίδες. Είναι το σχέδιο για το οποίο καμάρωνε στη Βουλή ο κ. Σωκράτης Φάμελλος (5.3.2024). Η διαφορά της αντιπολιτευόμενης τότε Ν.Δ. με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως η τότε κυβέρνηση μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους πόρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και του ΕΣΠΑ για να χρηματοδοτήσει τη γιγαντιαία αυτή πρόταση.
Η δεύτερη δομική ανισορροπία δυνατοτήτων μεταξύ κυβερνήσεων και αντιπολιτεύσεων έχει να κάνει με τον ρόλο των μεν και των δε. Συνταγματική δουλειά της αντιπολίτευσης είναι να ελέγχει τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων. Μόνο γι’ αυτό τους πληρώνουμε και όχι για να κάνουν προτάσεις. Αν, βεβαίως, κάποιο κόμμα θέλει να γίνει κυβέρνηση, εμείς οι πολίτες ζητάμε τις προτάσεις τους. Δεν τις απαιτεί ο θεσμικός τους ρόλος. Μην παρεξηγηθούμε: καλό είναι να υπάρχουν προτάσεις επί παντός και από όλους, ακόμη και από στελέχη της συμπολίτευσης. Αλλά είναι άδικο σε κάθε κριτική των κυβερνητικών πεπραγμένων να θεωρείται επιχείρημα το «κι εσύ τι προτείνεις;».
Το τρίτο στοιχείο ανισορροπίας κυβερνώντων κομμάτων με εκείνα της αντιπολίτευσης έχει να κάνει με τη διαρκή εμπλοκή της κυβέρνησης σε όλα. Αυτή –εκ των πραγμάτων– οφείλει να αντιδρά σε κάθε πρόκληση της καθημερινότητας· ακόμη και η αδράνεια είναι αντίδραση, αλλά μηδενική. Ετσι όμως τα πεπραγμένα της κυβέρνησης γίνονται αυτομάτως οι προτάσεις του κυβερνώντος κόμματος. Απόδειξη αυτού είναι η θέρμη με την οποία τις υποστηρίζουν όλα τα κομματικά στελέχη. Για παράδειγμα: αν δεν είχε τις νομικές επιπλοκές το μπάζωμα στα Τέμπη, θα ήταν ένα επιχείρημα της Ν.Δ. στα προεκλογικά μπαλκόνια και η πρότασή της για τη διαχείριση των κρίσεων. Τώρα είναι μια «κακή στιγμή» που έγινε «για καλό».
Συνεπώς μια κυβέρνηση, επειδή διαρκώς ενεργεί, είναι μηχανή παραγωγής θέσεων για το κόμμα της. Η αντιπολίτευση εκ των πραγμάτων έρχεται δεύτερη και καταϊδρωμένη για να κρίνει ή να επικρίνει τα κυβερνητικά πεπραγμένα, διανθίζοντας την κριτική με σπαράγματα προτάσεων αφού δεν έχει ανθρώπους, χρήματα, μηχανισμούς, ούτε καν την πληροφόρηση της κυβέρνησης για το πρόβλημα που είναι στην επικαιρότητα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.3.2025