Το φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Δύση είναι αυτό της ανασφάλειας.
Μετά την Σουηδία, είναι η Ιταλία και πολλοί φοβούνται ότι έπεται η Γαλλία. Το φάντασμα της ακροδεξιάς πλανιόταν πάνω από την Ευρώπη και τώρα κάθεται σε κυβερνητικούς θώκους των κρατών της. Δεν είναι η ακροδεξιά με τα παλιά λειτουργικά της χαρακτηριστικά. Δεν χρησιμοποιεί -προς το παρόν τουλάχιστον- βία για να επιβάλλει την κοσμοθεωρία της. Έχει όμως όλα τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της παλιάς ακροδεξιάς που συμπυκνώνονται στο τρίπτυχο της Τζόρτζια Μελόνι «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια»· «Είμαι γυναίκα, μητέρα, Ιταλίδα, Χριστιανή»
Βεβαίως, ούτε η Πατρίδα, ούτε η Θρησκεία, ούτε η Οικογένεια έχουν εγγενώς κάτι κακό, αλλά από αυτή την ρητορεία λείπει μια σημαντική έννοια που έκανε την Δύση ξεχωριστή, ισχυρή και θελκτική. Λείπει η υπόσχεση της Δημοκρατίας. Από την ιστορία γνωρίζουμε όλοι πως κατέληξαν σχήματα και κοσμοθεωρίες που προέταξαν άλλα αγαθά πλην της Δημοκρατίας.
Κινδυνεύει λοιπόν η Ευρώπη να γυρίσει σε παλιούς -ισμούς που την αιματοκύλισαν τον 20ο αιώνα; Η απάντηση είναι μάλλον όχι, διότι υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Οι -ισμοί του περασμένου αιώνα, ακόμη και οι πιο απεχθείς, ήταν προτάσεις για το μέλλον που δοκιμάστηκαν και οδήγησαν σε λουτρό αίματος και αδιέξοδα. Η σημερινή ακροδεξιά προτείνει μια φανταστική επιστροφή στο παρελθόν. Δεν λέει τι πρέπει να γίνει, απλώς αντιδρά σε αυτό που γίνεται και έτσι κερδίζει πύρρειες νίκες.
Το φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Δύση είναι αυτό της ανασφάλειας. Την καλλιεργούν ακόμη και οι ενθουσιώδεις του νέου ρευστού κόσμου, αυτοί που υπόσχονται ότι κάθε πέντε, δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, η ζωή των απλών ανθρώπων θα ανατρέπεται και θα πρέπει να αποκτούν νέες δεξιότητες για να επιζήσουν σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό εργασιακό περιβάλλον. Δεν είναι ανασφαλείς μόνο οι εργαζόμενοι. Ο Εντοάρντο Νέζι, ήταν κληρονόμος μιας κλωστοϋφαντουργίας στο Πράτο της Ιταλίας, την οποία πούλησε το 2004, μην αντέχοντας τις πιέσεις της παγκοσμιοποίησης. Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Οι δικοί μου άνθρωποι» (εκδ. Καστανιώτη) καταγράφει το πριν και το μετά των ανοιχτών στα εμπορεύματα συνόρων. Το τελευταίο κεφάλαιο περιγράφει κάτι που πριν από χρόνια θα έμοιαζε παράδοξο: μια διαδήλωση εργοδοτών με κύριο σύνθημα «Το Πράτο δεν πρέπει να κλείσει». «Περπατάμε», γράφει ο Νέζι, «σφίγγοντας την απέραντη τρίχρωμη σημαία μας (σ.σ.: την ιταλική), εγώ και οι δικοί μου άνθρωποι, όλοι χαμογελαστοί, όλοι αποφασισμένοι, όλοι παραταγμένοι ενάντια στο κακό μας πεπρωμένο – και σε κάθε μου βήμα νομίζω ότι νιώθω καλύτερα… Θέλω να συνεχίσω να περπατώ μαζί με τους ανθρώπους μου. Δεν ξέρω πού πάμε, αλλά σίγουρα δεν είμαστε πια ακίνητοι».
Η επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας τροφοδοτεί την ανασφάλεια. Οι πολυποίκιλες κρίσεις, που πάντα έχουν αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα, το πιστοποιούν. Για παράδειγμα στην Ελλάδα σήμερα πνέει άνεμος αισιοδοξίας για τα καλά αποτελέσματα του τουρισμού, που ξελασπώνουν, κράτος επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Τα είκοσι και πλέον δισ. που εισρέουν στην ελληνική οικονομία είναι ένα από τα αγαθά της νεωτερικότητας που έκανε τα ταξίδια πιο εύκολα και πιο φθηνά. Όμως, αυτό το πλεονέκτημα δεν το έχουν μόνο οι τουρίστες. Το έχουν και οι απελπισμένοι του Τρίτου Κόσμου που μεταναστεύουν στην Ευρώπη. Τι θα γίνει όμως αν μια πανδημία, ή έστω η αλλαγή των προτιμήσεων, σκοτώσει το τουριστικό προϊόν; Οι σημερινοί ευεργετημένοι της παγκοσμιοποίησης, όσοι δηλαδή κερδίζουν από τον τουρισμό, θα την ελεεινολογούν.
Αυτές τις περιόδους κρίσεων εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές της ακροδεξιάς. Υπόσχονται μια πλασματική επιστροφή στο παρελθόν, όταν «τα πάντα ήταν «καθαρά», κι ας ήταν λασπωμένοι οι χωματόδρομοι· που ο κόσμος είχε λεφτά να θερμανθεί, ασχέτως αν η ξυλόσομπα θέρμαινε-δεν θέρμαινε ένα δωμάτιο· που υπήρχε διατροφική ασφάλεια, κι ας σπάνιζε το κρέας στο τραπέζι· που οι πολιτικοί ήταν «αγνοί», πρωτίστως επειδή δεν υπήρχαν τα μέσα και τα Μέσα για να μαθαίνουμε τι κάνουν.
Η υπόσχεση μιας ανέφικτης επιστροφής σε ένα πλασματικό παρελθόν, δημιουργεί αδιέξοδα τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα (στην καλύτερη περίπτωση) kolotoumpes και (στην χειρότερη) εθνικές καταστροφές, σαν αυτή που βιώνει σήμερα η Ρωσία. Η ακροδεξιά, η λαϊκιστική, πρόταση σε δημοκρατικές χώρες δεν μπορεί να πάει μακρυά· το είδαμε και στην μετεωρική άνοδο και εξίσου μετεωρική πτώση πολλών κομμάτων. Έχει όμως σημαντικό κόστος και όχι μόνο οικονομικό. Είναι το κόστος ευκαιρίας που υφίσταται μια κοινωνία όταν δεν ψάχνει λύσεις για το μέλλον και κρύβει το κεφάλι της στην άμμο του παρελθόντος.