Γιατί όσοι επιδεικνύουν τους βλαστούς τους στα social media μουντζουρώνουν ό,τι γλυκύτερο έχουν τα παιδιά, δηλαδή τα πρόσωπά τους.
Παλιά, πριν από την εποχή των social media, δηλαδή πριν από είκοσι χρόνια, όσοι γονείς ήταν περήφανοι για τους βλαστούς τους, είχαν τις φωτογραφίες τους στο πορτοφόλι τους. Τις έδειχναν σε φίλους και λιγότερο γνωστούς και ανταμείβονταν με σχόλια του τύπου «αχ, πόσο χαριτωμένο είναι το σκασμένο!». Σήμερα, για να καμαρώσει ένας γονιός πρέπει να περάσει από το Facebook, όπου πλην των σχολίων («κουκλί! Να σας ζήσει») απονέμονται καρδούλες, πάρα πολλές καρδούλες…
Αν και πολλοί δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί να περιφέρει κάποιος τη φωτογραφία ενός μικρού παιδιού –είτε στο πορτοφόλι είτε στα κοινωνικά δίκτυα–, η πράξη προφανώς απαντά σε μια βαθύτερη παρόρμηση. Οχι κατ’ ανάγκην του παιδιού, αλλά του πατέρα ή της μητέρας, που αρρήτως αναφωνεί: «Κοιτάξτε τι κατάφερα!». Δηλαδή, είναι φυσιολογικό να θέλει κάποιος να βλέπει διαρκώς τα αγαπημένα του πρόσωπα, εξ ου και οι φωτογραφίες στα πορτοφόλια, αλλά η δημοσιοποίησή τους –είτε σε στενό κύκλο ανοίγοντας το πορτοφόλι είτε στον αχανή κόσμο του Facebook– σίγουρα έχει να κάνει με την ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης.
Η υποψία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι σχεδόν όλοι όσοι επιδεικνύουν τους βλαστούς τους στα social media μουντζουρώνουν ό,τι γλυκύτερο έχουν τα παιδιά, δηλαδή τα πρόσωπά τους. Τοποθετούν, καρδούλες, αστεράκια (σαν αυτά που έβαζαν παλιά οι εφημερίδες στις θηλές γυμνών γυναικών), ακόμη και μικρά καρτούν. Κάποιοι περνούν τις φωτογραφίες από ψηφιακή επεξεργασία για να θολώσουν τα πρόσωπα των παιδιών, όπως κάνουν τα κανάλια με τους εγκληματίες.
Παλιότερα, κάποιος γκουρού κυβερνοασφάλειας –από αυτούς που έκαναν καριέρα εφευρίσκοντας κινδύνους για τους οποίους ήταν πρόθυμοι να μας προστατεύσουν– ενέκρινε αυτή την πρακτική λέγοντας πως «έτσι προστατεύουμε τα παιδιά από τους παιδόφιλους». Δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε τι σόι προστασία παρέχει η αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου, με δεδομένο ότι για άλλα μέρη του σώματος ενδιαφέρονται αυτοί οι άρρωστοι άνθρωποι. Αλλά πάλι, αν αυτή η απειλή είναι υπαρκτή, η καλύτερη μέθοδος ασφάλειας είναι να μένουν οι φωτογραφίες στο πορτοφόλι, ώστε η θέασή τους να είναι απολύτως ελεγχόμενη.
Μπορεί βεβαίως να υπάρχει και ο άρρητος φόβος παραβίασης της ιδιωτικής ζωής των παιδιών, που δεν ρωτιούνται για την ανάρτηση των φωτογραφιών. Πιθανώς στο μέλλον το ερώτημα «μάνα, γιατί με γέννησες;» να αντικατασταθεί από το «μάνα, γιατί με “πόσταρες”;». Και σε αυτή την περίπτωση η καλύτερη άμυνα είναι να μη δημοσιοποιούνται οι φωτογραφίες των παιδιών στο Διαδίκτυο, τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των δεκαοκτώ, οπότε μπορούν να συναινέσουν ή να αρνηθούν…