Το 2010 ήταν μια δύσκολη χρονιά για τους δημοσιογράφους. Δολοφονήθηκε ο Σωκράτης Γκόλιας· αφίσες με φωτογραφίες δημοσιογράφων κυκλοφορούσαν στους δρόμους και την ένδειξη «καταζητείται»· τα τηλέφωνά τους και οι θυρίδες του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου γέμιζαν από απειλές ακόμη και για την ζωή τους· υπήρχαν συχνές λεκτικές και σωματικές επιθέσεις κατά δημοσιογράφων, ακόμη και σε ταβέρνες· κάποιοι συνάδελφοι όπως ο Τάσος Τέλλογλου κατέληξαν στο νοσοκομείο μετά από επιθέσεις Αγανακτισμένων πολιτών. Η συμβουλή των αρχών προς κάποιους δημοσιογράφους ήταν να μην πηγαίνουν στα Εξάρχεια, στα πανεπιστήμια και στις πλατείες την ώρα των διαδηλώσεων. Παρ’ όλα αυτά το 2011 η θέση της Ελλάδας στον ετήσιο δείκτη των «Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα» ανέβηκε κατά δύο θέσεις: από την 73η για το 2009, πήγε στην 71η για το 2010.
Αυτά σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία του «World Press Freedom Index», που φέτος κατατάσσει την Ελλάδα 23 θέσεις κάτω από την Ουγγαρία του Βίκτορα Όρμπαν, χώρα που κατά ένα περίεργο τρόπο αναβαθμίστηκε· από την 92η θέση πέρυσι έφτασε στην 85η φέτος. Μιλάμε για την χώρα που «ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης για πρωθυπουργός με τη στήριξη 6 κομμάτων, είχε 5 ολόκληρα λεπτά στα κρατικά μέσα ενημέρωσης για να παρουσιάσει το εκλογικό του πρόγραμμα» (Euronews 2.4.2022) και δεν υπάρχει πλέον κανένα ανεξάρτητο Μέσο Ενημέρωσης. Όσα υπήρχαν έκλεισαν μετά από κυβερνητικές πιέσεις ή εξαγοράστηκαν από επιχειρηματίες «φίλους» του πρωθυπουργού (DW 17.9.2020)
Όμως, παρά τις γελοιότητες των «Reporters sans frontières» (RSF) υπάρχει πραγματικό πρόβλημα ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Είναι πρόβλημα διαχρονικό, συστημικό και βαθιά ριζωμένο. Δεν έχουμε ούτε τον χώρο ούτε τον χρόνο να αναφέρουμε τις χιλιάδες διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας που περιορίζουν την ελευθερία του λόγου και οι οποίες κάθε χρόνο πολλαπλασιάζονται. Να αναφέρουμε απλώς ότι η μοναδική απόπειρα κωδικοποίησης των νόμων περί ΜΜΕ έγινε το 2008 και το αποτέλεσμα ήταν 16 τόμοι 300-400 σελίδων έκαστος! Κι όλα αυτά 15 χρόνια πριν, ενώ από τότε όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις, της τωρινής συμπεριλαμβανόμενης, πρόσθεσαν διάφορα. Ένα είναι σίγουρο: ο Τύπος «ρυθμίζεται» λεπτομερέστερα ακόμη και από την βιομηχανία όπλων και πυρομαχικών.
Πρέπει όμως να αναφερθούμε στον θεμελιώδη νόμο της χώρας, το ελληνικό σύνταγμα. Το άρθρο 14 έχει μόνο μία παράγραφο ελευθερίας («Ο Τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται») και 540 λέξεις απαγορεύσεων. Προβλέπει κατάσχεση εφημερίδων για «α) προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας, β) προσβολή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας, γ) δημοσίευμα που αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη των ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωση της Χώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του Κράτους, δ) άσεμνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος» (παρ. 3).
Η παράγραφος 6 είναι ακόμη χειρότερη: «Το δικαστήριο, ύστερα από τρεις τουλάχιστον καταδίκες μέσα σε μία πενταετία για διάπραξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 3, διατάσσει την οριστική ή προσωρινή παύση της έκδοσης του εντύπου και, σε βαριές περιπτώσεις, την απαγόρευση της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος από το πρόσωπο που καταδικάστηκε, όπως ο νόμος ορίζει. H παύση ή η απαγόρευση αρχίζουν αφότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη».
«Παύση έκδοσης εντύπων»; «Απαγόρευση της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος» εφ’ όρου ζωής; Πως ξέφυγαν αυτά από τα σαΐνια του RSF; Είναι απλό: το «World Press Freedom Index» ασχολείται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί ελευθερίας του Τύπου και όχι με την ουσία της. Η έκθεση ορθώς αναφέρεται στις αήθεις επιθέσεις κάποιων Αγανακτισμένων κατά της Ολλανδής δημοσιογράφου Ingeborg Beugel, αλλά δεν λέει λέξη για το γεγονός ότι ο Άρης Πορτοσάλτε έχει σχεδόν κάθε μήνα Αγανακτισμένα καλόπαιδα στο σπίτι του να τον απειλούν με τοιχογραφίες.
Αυτά σε ό,τι αφορά την πληρότητα της έκθεσης που τόσο συντάραξε μέρος του πολιτικού μας κόσμου. Θα συμφωνήσουμε ότι τα πρόσφατα νομοθετικά γονατογραφήματα της κυβέρνησης επιβαρύνουν την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση. Ψήφισε διάταξη κατά των fake news «που δύνανται να προκαλέσουν ανησυχία στον πληθυσμό», μια ρύθμιση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ποινικοποίηση κάθε λόγου. Ποιος μπορεί να κρίνει τι «δύναται» να προκαλέσει (στο μέλλον!) ανησυχία; Η δημοσιοποίηση της αναξιόπιστης και ανεπαρκούς έκθεσης των RSF γιατί δεν εμπίπτει σε αυτή την διάταξη; Ναι, σύμφωνοι! Όλοι γνωρίζουμε ότι τα ζητήματα ανελευθερίας, ουδέποτε ανησύχησαν τον ελληνικό λαό. Από την άλλη ξέρουμε επίσης ότι οι νόμοι στην Ελλάδα ψηφίζονται για να υπάρχουν. Εφαρμόζονται μόνο σποραδικώς κατά κάποιων λίγων πολιτών. Γι’ αυτό παρά το δαιδαλώδες και εξαιρετικά ασφυκτικό πλαίσιο ανελευθερίας του λόγου μπορούμε ακόμη να μιλάμε. Όμως η λέξη «δύναται» παραμένει λαιμητόμος, που κάποια στιγμή θα πέσει. Ίσως γι’ αυτό και το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων … απέφυγε να δημοσιοποιήσει όσα αναφέρει η οργάνωση για την Ελλάδα.
Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Η πολιτική αξιοποίηση από την αντιπολίτευση της πρόχειρης αυτής έκθεσης εξασφαλίζει ότι τα ουσιαστικά ζητήματα περί ελευθερίας του λόγου δεν πρόκειται να συζητηθούν. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θα επαίρεται ότι «η ελευθερία του Τύπου στη χώρα μας κατοχυρώνεται πλήρως συνταγματικά» (3.5.2022), ασχέτως αν το Σύνταγμα προβλέπει ότι «Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος» (αρ. 14, παρ. 8)!
Αλλά επί της ουσίας -και πέρα από την πολιτική σπέκουλα- η ελευθερία του Τύπου δεν απασχολεί κανέναν, ούτε καν την δημοσιογραφική κοινότητα. Από την ψήφιση του Συντάγματος 1975 έγιναν τέσσερις αναθεωρήσεις. Το άρθρο 14 όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά ούτε καν τέθηκε προς συζήτηση.
Δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα του iEidiseis για την έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα 5.5.2022