Οι βαρύγδουπες αυτές –«προεκλογικές» τρόπον τινά– εξαγγελίες του Μασκ πρέπει να μας προβληματίσουν.
Οι New York Times είχαν τον καλύτερο τίτλο: «Στον πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο δεν αρέσει το Twitter. Γι’ αυτό το αγόρασε».
Είναι αληθές· προκύπτει από τις δηλώσεις του. Ετσι κι αλλιώς στην εποχή του «χάρτινου (του χρηματιστηριακού) καπιταλισμού», τα παράδοξα γίνονται λογικά. Παλιότερα οι επιχειρηματίες ανταγωνίζονταν για να αποκτήσουν κάτι που τους άρεσε. Ο Eλον Μασκ πλήρωσε 38% περισσότερα από την τρέχουσα χρηματιστηριακή τιμή για να αποκτήσει το μέσο κοινωνικής δικτύωσης που έβριζε. «Εδωσε» 44 δισ. δολάρια –ένα τέταρτο του ελληνικού ΑΕΠ!– για κάτι που συναπαρτίζουν διακόσια εκατομμύρια χρήστες. Λέμε «έδωσε» διότι επί της ουσίας στοιχημάτισε τις υπόλοιπες εταιρείες του. Εβαλε ενέχυρο τις μετοχές για να πάρει δάνεια και να εξαγοράσει το Twitter.
Ολα αυτά καλά, με την έννοια ότι στον «χάρτινο καπιταλισμό» έχουμε δει χειρότερα. Αυτό όμως που κάνει την περίπτωσή του ενδιαφέρουσα είναι πως ο μεγαλοεπιχειρηματίας δηλώνει «υπερασπιστής της απόλυτης ελευθερίας του λόγου», ελευθερία την οποία οι κανόνες των κοινωνικών δικτύων φαλκιδεύουν, έστω κι αν το κάνουν για καλό σκοπό· απαγόρευση ρητορικής μίσους, πρόσκληση για τέλεση αδικημάτων κ.λπ.
Οι βαρύγδουπες αυτές –«προεκλογικές» τρόπον τινά– εξαγγελίες του Μασκ πρέπει να μας προβληματίσουν. Ενας άνθρωπος υποθηκεύει μια τεράστια περιουσία –που με χίλια κόλπα έχει χτίσει– για να υπερασπιστεί την ελευθερία του λόγου κάποιων ακραίων; Αν και από θέμα αρχής ακόμη και ο χειρότερος λόγος δεν πρέπει να απαγορεύεται, το να αγοράσει κάποιος το Twitter για την ελευθερολογία σημαίνει πως είναι είτε αφελής επιχειρηματίας, είτε ψεύτης.
Η ελευθερία του λόγου είναι ευεργετική για τις κοινωνίες αλλά δεν φέρνει λεφτά στις επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η προηγούμενη ιστορία του Ελον Μασκ, που μόνο σταυροφόρο της ελευθεροστομίας δεν τον καθιστά. Ο ίδιος λέει ότι «ένα καλό σημάδι για την ύπαρξη ελευθερίας του λόγου είναι να επιτρέπεται σε κάποιον που δεν σου αρέσει να μπορεί να λέει κάτι που δεν σου αρέσει» (TED2022, 14.4.2022). Ο ίδιος όμως απολύει όσους εργαζόμενους λένε κάτι που δεν του αρέσει, ενώ έχει διακριθεί σε αγωγές κατά δημοσιογράφων οι οποίοι αναφέρουν κάτι αρνητικό για τις εταιρείες του. Ασκεί λογοκρισία ακόμη με απειλές για αγωγές σε μικρούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, οι οποίοι λόγω δικαστικών εξόδων δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικώς να πουν την αλήθεια που δεν αρέσει στο αφεντικό της Tesla.
Ο αείμνηστος Αντώνης Καρκαγιάννης συνήθιζε να λέει «μην γελιέσαι. Αυτοί δεν θέλουν λιγότερο κράτος. Θέλουν το δικό τους κράτος». Το ίδιο ισχύει σχετικώς με την ελευθερία του λόγου.