Η αδυναμία διδαχής οφείλεται στην εμπεδωμένη άποψη της Αριστεράς πως αποτελεί την πρωτοπορία της κοινωνίας. Συνεπώς, τα στελέχη της δεν φταίνε ποτέ. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, αφού είναι οι Εκλεκτοί της Ιστορίας;
Ενα Σαββατόβραδο του 2016, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στο βήμα του συνεδρίου του κόμματός του θυμωμένος. Οι σύνεδροι μόλις είχαν απορρίψει την πρότασή του για τις ποσοστώσεις κατά τη συγκρότηση της νέας Κεντρικής Επιτροπής. «Δεν ξέρω αν έχετε καταλάβει τι ψηφίσατε, αλλά είστε ενάντια στην εισήγησή μου», είπε κ. Αλέξης Τσίπρας (16.10.2016). Ζήτησε να γίνει οργανωμένη συζήτηση (με δύο εισηγητές από κάθε πλευρά) και το σώμα να ξαναψηφίσει. Κι αυτό έγινε. Οι κομματικοί πειθήνιοι ξαναψήφισαν και –ω του θαύματος!– ανέτρεψαν την προηγούμενη απόφαση του συνεδρίου. Η εισήγηση του κ. προέδρου πέρασε.
Κατ’ αντιστοιχίαν, το ίδιο έργο παίχτηκε και το βράδυ της Κυριακής (26.5.2019). Ο πρωθυπουργός είπε στον ελληνικό λαό: «Δεν ξέρω αν έχετε καταλάβει τι ψηφίσατε, αλλά είστε ενάντια στα μέτρα μου» και μας ζήτησε να ξαναψηφίσουμε. Καλώς έπραξε, αλλά κακώς ελπίζει στην επανάληψη του σεναρίου του 2016. Το εκλογικό σώμα τώρα δεν απαρτίζεται από πειθήνιους διορισμένους και η ψήφος τους δεν αφορά τις ποσοστώσεις στην Κ.Ε. Αφορά τη ζωή τους και το μέλλον των παιδιών τους.
Μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, για τον ίδιο και το κόμμα του είναι το γεγονός ότι τίποτε δεν διδάχθηκαν και τίποτε δεν έμαθαν από τη μεγάλη ήττα. Συνεχίζουν την ίδια αλαζονική συμπεριφορά που τραυματίζει τους θεσμούς και τη Δημοκρατία. Τρανή απόδειξη η νέα «καταδολίευση του γράμματος και του πνεύματος Συντάγματος», όπως χαρακτήρισε ο καθηγητής κ. Αντώνης Μανιτάκης την επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου («Καθημερινή», 28.5.2019).
Η αδυναμία διδαχής οφείλεται στην εμπεδωμένη άποψη της Αριστεράς πως αποτελεί την πρωτοπορία της κοινωνίας. Συνεπώς, τα στελέχη της δεν φταίνε ποτέ. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, αφού είναι οι Εκλεκτοί της Ιστορίας; Με δεδομένη την συνωμοσιολογική παράδοση που κληροδότησε η λενινιστική παράδοση, φταίνε τα διαπλεκόμενα, τα ΜΜΕ, οι δημοσκόποι, η συγκυρία. Υπάρχει και η αδυναμία της ακόλουθης κοινωνίας να κατανοήσει την πρωτοπορία. Ο κ. Τσίπρας είδε στο συντριπτικό αποτέλεσμα μια κουρασμένη κοινωνία: «Λάβαμε το μήνυμα της κόπωσης μιας κοινωνίας έπειτα από οκτώ ολόκληρα χρόνια μνημονίων», είπε στην ομιλία του στην Κεντρική Επιτροπή (27.5.2019). Να σημειώσουμε ότι στα μισά από αυτά τα χρόνια είχε ο ίδιος το τιμόνι και ότι τα οκτώ χρόνια θα μπορούσαν να ήταν τρία, όπως στην Πορτογαλία, αν δεν υπήρχε (και η δική του) λυσσώδης αντίδραση στα αναγκαία μέτρα. Θα ήταν τέσσερα αν δεν μεσολαβούσε η διαπραγμάτευση με τα πουκάμισα έξω.
Θα ήταν πέντε αν μετά το καταστροφικό –για την οικονομία και τις αυταπάτες τους– πρώτο εξάμηνο του 2015 η κυβέρνηση δεν ακολουθούσε την πεπατημένη των κυβερνήσεων που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία· τους διορισμούς ημετέρων, την έχθρα στην αριστεία και την πριμοδότηση της μετριοκρατίας, το χαντάκωμα των μεταρρυθμίσεων που δεν προβλεπόταν ρητώς στο μνημόνιο κ.ά. Ακόμη και το διευρυμένο ωράριο των φαρμακείων κουτσούρεψαν.
Ο κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος προσπάθησε να εμψυχώσει τους συντρόφους του με τα λόγια του Πάμπλο Γκαρσία: «Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς!». Καλό τσιτάτο, αλλά τι νόημα έχει να σηκωθούν αν είναι να ξανασκοντάψουν στην ίδια πέτρα, της αλαζονείας, του πελατειακού κράτους, των θεσμικών εκτροπών; Αν δεν κατανοήσουν ότι χρειάζεται αλλαγή πορείας, πάλι θα πέσουν. Και η κατανόηση μέχρι την αλλαγή θέλει χρόνο. Θα τον έχουν στην αντιπολίτευση.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.6.2019