Το «ηθικό πλεονέκτημα» χρησιμοποιήθηκε για να καλυφθούν ανηθικότητες και ολιγωρίες.
«Γιατί, οι άλλοι καλύτεροι ήταν;». Αυτή ήταν η επωδός κάθε συζήτησης για τα πρώτα κρίματα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη διακυβέρνηση του τόπου, αμαρτήματα που ήταν ανησυχητικά πολλά για μια εξουσία λίγων μηνών. Το ρητορικό αυτό ερώτημα ενσωμάτωνε μια μπαγαποντιά. Οι «άλλοι», δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ., μετρούσαν σαράντα χρόνια εξουσίας. Σε αυτή τη μακρά περίοδο πήραν τις μεγάλες στρατηγικές αποφάσεις, έβαλαν τη χώρα στον πυρήνα της Ευρώπης, άλλαξαν τη μοίρα των πολιτών προς το καλύτερο.
Είχαν όμως και κηλίδες, διαφθοράς, διαπλοκής, αλαζονείας, κακών αποφάσεων κ.λπ. Εξάλλου, στα σαράντα αυτά χρόνια είχαν περάσει 20 κυβερνήσεις με 50 υπουργούς κάθε μία. Από το σύνολο των 1.000 περίπου που θήτευσαν ως υπουργοί, κάποιοι θα ήταν διεφθαρμένοι, διαπλεκόμενοι, αλαζόνες κ.λπ. Η σύγκριση λοιπόν των μερικών μηνών εξουσίας με τα 40 χρόνια των «άλλων», των 50 υπουργών με τους 1.000, αναγκαστικώς ήταν συντριπτική υπέρ των «νέων», της «ελπίδας που έρχεται». Εκ των πραγμάτων και εκ της στατιστικής, τα κρίματα των δεύτερων θα ήταν πολύ λιγότερα από το σύνολο των πρώτων.
Τρία χρόνια μετά, είναι πολλοί οι κοψοχέρηδες που αναρωτιούνται «ρε, μπας και ήταν καλύτεροι οι άλλοι;» Δεν γνωρίζουμε. Σίγουρα υπήρξαν πολλές επιτυχέστερες πρώτες τριετίες κομμάτων, αλλά πρέπει να ψάξουμε πολύ για να βρούμε χειρότερη· αν συγκρίνουμε τριετίες και όχι μία τριετία με τα σωρευμένα κρίματα σαράντα χρόνων.
Το θέμα είναι ότι πολλοί περίμεναν από την Αριστερά περισσότερα. Οχι σε θέμα κυβερνητικής αποτελεσματικότητας –σιγά μην μπορούσαν οι θαμώνες των καφέ των Εξαρχείων να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρα–, ούτε σε ζητήματα διαχείρισης σύνθετων ζητημάτων· η Αριστερά έχει χάσει εδώ και χρόνια την αναλυτική της ικανότητα και μετέτρεψε κάθε πρόβλημα σε σύνθημα. Hταν όμως οι απόστολοι του «ηθικού πλεονεκτήματος». Είχαν πει τόσα για την ανηθικότητα των άλλων, που όλοι πίστεψαν ότι τουλάχιστον σε αυτόν τον τομέα θα έλαμπαν.
Φευ! Το «ηθικό πλεονέκτημα» χρησιμοποιήθηκε για να καλυφθούν ανηθικότητες και ολιγωρίες. Οπως κάνει τώρα ο υπουργός Παιδείας κ. Κώστας Γαβρόγλου με το νομοσχέδιο για τις νέες διοικητικές δομές της εκπαίδευσης. Στην επιλογή των διευθυντών προκρίνεται η συνέντευξη των υποψηφίων (πρακτική που στο παρελθόν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επικρίνει δριμύτατα) αλλά τώρα καταργούν και τη μαγνητοφώνηση αυτών των συνεντεύξεων, έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς, πλην των κομματικών εγκαθέτων, να κρίνει τους συνεντευξιαζομένους.
Ολα αυτά δημιουργούν οργή. Οχι τόσο για τη διάψευση των προσδοκιών, αλλά κυρίως για το γεγονός ότι ζητήματα που οι «παλιοί» θα ντρέπονταν πλέον να τα κάνουν, οι «νέοι με το ηθικό πλεονέκτημα» δεν ορρωδούν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.6.2018