Είναι «καλά νέα» η απόρριψη από τους πολίτες της κορυφαίας δημοκρατικής διαδικασίας, η επιλογή δηλαδή των ανθρώπων που θα τους εκπροσωπήσουν στο Κοινοβούλιο, όπως λέει ο Ζακ Λυκ Μελανσόν;
Εχει πολλά κοινά η Ελλάδα με τη Γαλλία. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στο γεγονός ότι η προηγούμενη γενιά της εγχώριας ιντελιγκέντσιας σπούδασε σε συντριπτικό ποσοστό εις Παρισίους. Ηταν η αίγλη του γαλλικού διαφωτισμού; Ηταν το «Ματαρόα», το πλοίο με το οποίο η γαλλική κυβέρνηση μετέφερε τον ανθό της νέας ελληνικής διανόησης και τέχνης στη Γαλλία, σώζοντας πολλά λαμπρά μυαλά από τη Λευκή Τρομοκρατία που εξαπέλυσε η Ακροδεξιά μετά την Κατοχή; Το σίγουρο είναι πως η γαλλική σκέψη ήταν ζωογόνος δύναμη για την πνευματικώς επαρχιώτικη Ελλάδα. Μετέφερε ιδέες, θέματα προς συζήτηση, αλλά εσχάτως και πολλές παλαβομάρες, με αποκορύφωμα τον μεταμοντερνισμό. Δεν γνωρίζουμε αν, όπως στην Ελλάδα, η Αριστερά παλάβωσε τη Γαλλία ή το αντίθετο. Μάθαμε πάντως πως ο υπεραριστερός (τρομάρα μας!) Ζακ-Λικ Μελανσόν συναγωνίζεται επαξίως τους εγχώριους ακροαριστερούς στην κατεδάφιση της στοιχειώδους λογικής.
«Εχουμε μια σαρωτική πλειοψηφία (σ.σ.: του κόμματος του Εμανουέλ Μακρόν)», είπε μετά τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών ο επικεφαλής της «Ανυπότακτης Γαλλίας». Και συμπλήρωσε: «Ωστόσο, μέσα σε αυτό το κλίμα υπάρχουν και καλά νέα, και μάλιστα πολύ καλά. Το πρώτο καλό νέο είναι ότι η μαζική αποχή που εκφράστηκε σήμερα έχει ένα πολιτικό μήνυμα. Ο λαός μας μπήκε σε μια μορφή γενικής απεργίας και απέδειξε ότι οι θεσμοί που θέλουν να οργανώσουν την κοινωνία είναι μαραζωμένοι, όπως και η θλιβερή μειοψηφία που έχει όλες τις εξουσίες. Βλέπω σε αυτή την αποχή μια ενέργεια που θα πρέπει να την καλέσουμε σε μάχη. (…) Προειδοποιώ τη νέα εξουσία ότι δεν θα παραδώσουμε ούτε ένα μέτρο έδαφος από τα κοινωνικά δικαιώματα χωρίς αγώνα»…
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο αντισυστημικός αριστερός θεωρεί «καλά νέα» την απόρριψη από τους πολίτες της κορυφαίας δημοκρατικής διαδικασίας, την επιλογή δηλαδή των ανθρώπων που θα τους εκπροσωπήσουν στο Κοινοβούλιο. Βεβαίως η αποχή έχει και κάποιους πρακτικούς λόγους (επτά εκλογές σε ένα χρόνο, καύσωνας κ.λπ.) αλλά για τον Ζακ-Λικ Μελανσόν και την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν έχουν αδιαμφισβήτητο πολιτικό μήνυμα. Ο πρώτος το φαντάζεται σαν «απεργία από το πολιτικό καθήκον», χωρίς να περνάει από τον νου του ότι η αποχή από την εργασία πλήττει τους εργοδότες και έχει συγκεκριμένους στόχους. Αντιθέτως, η αποχή από τις εκλογές αφενός πλήττει μόνο εκείνους που δεν εκφράζονται, αφού όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην τους, και αφετέρου δεν έχει στόχους, αλλά έχει πολλές αναγνώσεις.
Το πολύ γαρ της θλίψης οδηγεί τον υπεραριστερό Μελανσόν και σε άλλου τύπου παραλογισμούς. Ο άνθρωπος, του οποίου το κόμμα πήρε 18 από τις 577 έδρες του Κοινοβουλίου, ψέγει τους εκλεγμένους ως «θλιβερή μειοψηφία που έχει όλες τις εξουσίες». Δεν εξηγεί γιατί, παρόλο που «οι θεσμοί που θέλουν να οργανώσουν την κοινωνία είναι μαραζωμένοι», δεν προτίμησαν τον ίδιο να τους ανανεώσει. Σαν τζαμπατζής της εκλογικής διαδικασίας επιχειρεί να καρπωθεί τη μη ψήφο εκείνων που για διάφορους λόγους απείχαν. Θα συμφωνήσουμε ότι ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, κι αν είναι πολύ… αριστερός από τους απόντες. Αλλά πέρα από τα πολιτικάντικα κόλπα έχει δημιουργηθεί –ειδικά στη Γαλλία– μια ρωμαλέα παράδοση αριστερού ανορθολογισμού.
Αυτή η παράδοση έχει συγκεκριμένη αφετηρία και συγκεκριμένες ψυχολογικές ρίζες. Πολύ πριν από το 1989 η αριστερή διανόηση είχε πελαγώσει. Ολα όσα είχαν στοχαστεί για τη μετάβαση στον επί γης παράδεισο κατέληγαν στην πράξη σε απάνθρωπα και αιματοβαμμένα καθεστώτα. Οχι μόνο δεν δημιούργησαν πιο δίκαιες κοινωνίες, αλλά επέβαλαν το άδικο της βίας παντού όπου ανέλαβαν την εξουσία. Η Αριστερά στην εξουσία μετράει πολλούς, εκατομμύρια, θανάτους.
Μπροστά σε αυτά τα αδιέξοδα, η αριστερή ιντελιγκέντσια απάντησε με πολλούς τρόπους, πέρα από το γνωστό «γιατί οι άλλοι, στον καπιταλισμό, ήταν καλύτεροι;». Κάποιοι προχώρησαν στις εσχατιές του παραλόγου. Αντί να αμφισβητήσουν το κλαδί της δυτικής σκέψης (στο οποίο κάθονταν), άρχισαν να αμφισβητούν τα αξιώματα και τις μεθόδους της· αμφισβητήθηκε ακόμη και η τυπική λογική ως προϊόν της δυτικής σκέψης, που κατέληξε στη σύνθλιψη των οραμάτων τους. Γράφαμε και παλιότερα: «Ενα κομμάτι αυτού του ιστορικού χώρου διεθνώς οχυρώθηκε πίσω από την άρνηση. Ερμήνευσε την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού συνωμοσιολογικά –“ο πράκτορας Γκορμπατσόφ”– και απέφυγε να δει την προσαρμοστικότητα του καπιταλισμού στη νέα εποχή… Η στάση αυτής της Αριστεράς μπορεί να εξηγηθεί μόνο με ψυχολογικούς όρους: όλες οι αλλαγές των τελευταίων χρόνων ήταν μια διαρκής και επίπονη υπόμνηση ότι το μοντέλο της σοσιαλιστικής πορείας που είχαν κατά νου δεν δουλεύει. Ετσι οχυρώνονται πίσω από την άρνηση: ερμηνεύουν κάθε στροφή της κοινωνίας ως επιτυχή παραπλάνηση των μαζών και κάθε επιτυχία του καπιταλισμού ως βραχυχρόνια. Aρνούνται να δουν την πραγματικότητα μέχρι αυτή ν’ αλλάξει. Aν δεν αλλάξει, τόσο το χειρότερο γι’ αυτή. Θα την ερμηνεύσουν έτσι και τόσο που θα πάψει πλέον να είναι πραγματικότητα. Ενα από τα προβλήματα της αντιδραστικής Αριστεράς είναι ότι ψάχνει σε αλλότρια και επικίνδυνα χωράφια να βρει επιχειρήματα κατά των προαιώνιων –δηλαδή του 20ού αιώνα– εχθρών καπιταλιστών. Με τη θέρμη της καταγγελίας βυθίζεται σε έναν ανορθολογικό αντιδυτικισμό, ξεχνώντας ότι και η ίδια η Αριστερά είναι προϊόν αυτής καθαυτήν της Δύσης και του Διαφωτισμού… Διαβατήριο πλέον για την ένταξη σε αυτό που απέμεινε να ονομάζεται Αριστερά, δεν είναι η ανάλυση με μαρξιστικούς όρους. Είναι απλώς η φραστική εναντίωση –ασχέτως λόγων– στα σχέδια της “νέας τάξης πραγμάτων”, όπως λεγόταν παλιότερα, ή των “ευρωπαϊκών ελίτ” όπως λένε τώρα. Κάπως έτσι προέκυψε η συνεργασία της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη συνωμοσιολογική Δεξιά. Είναι ο κοινός αντιδυτικισμός τους από διαφορετική αφετηρία… Με άλλα λόγια: κάποτε ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς οριζόταν από την αγάπη της στον σοσιαλισμό. Μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού δεν τους έμεινε παρά το μίσος για τον καπιταλισμό» («Η αντιδραστική Αριστερά», «Καθημερινή» 9.8.2015).
Ο παραλογισμός αυτός δεν έχει τέλος. Ετσι φτάσαμε στον Μελανσόν, ο οποίος δεν θεωρεί καλό νέο τη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές –όπως θα έκανε κάθε σοβαρός δημοκράτης–, αλλά την αποχή τους. Ισως να είναι της πρακτικής «αν δεν μπορείς να τους πείσεις, μπέρδεψέ τους». Ισως πάλι να αντανακλά τις βαθύτερες αντιδημοκρατικές πεποιθήσεις, που έγιναν πλέον συστατικό στοιχείο της αριστερής πολιτικής.
Να σημειώσουμε πάντως πως το ρεκόρ της αποχής (58%) στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών είναι πρόβλημα για τη Γαλλική Δημοκρατία, αλλά είναι ένα πρόβλημα που ουδείς πιστεύει ότι θα λύσει η «Ανυπότακτη Γαλλία» κι ένα ελάχιστο ποσοστό την εξουσιοδότησε γι’ αυτό. Ο Εμανουέλ Μακρόν, ανάμεσα σε όλα τα άλλα καθήκοντα που έχει, πρέπει να ξαναφέρει τους αδιάφορους στην πολιτική, αυτή την οποία επιτυχώς συκοφάντησαν τα δύο άκρα…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 25.6.2017