Η κατανάλωση μιας κοινωνίας δεν εξαρτάται από τη βούληση, αλλά από την παραγωγή της…
Η αλήθεια είναι πως σχεδόν όλοι -πλην κάποιων ψυχασθενών- είμαστε κατά του θανάτου. Ευτυχώς, η πρόταση περί κατάργησης του αναπόφευκτου δεν υπήρξε ποτέ σε προεκλογικό πρόγραμμα, έτσι ώστε να βρεθεί κάποιος κυβερνήτης που θα έλεγε «σκέφτομαι να πρωτοτυπήσω και να εφαρμόσω όσα προεκλογικά εξήγγειλα». Αναφέρουμε τη λέξη «κυβερνήτης» διότι κάποιος που θα επιχειρηματολογούσε πειστικά ότι «θα καταργήσει τον θάνατο» θα είχε ισχυρότατη λαϊκή εντολή. Πάνω από 90% θα τον ψήφιζαν, αλλά το ποσοστό αυτό μάλλον δεν θα ήταν και ιδιαίτερα πειστικό επιχείρημα απέναντι στον Χάρο.
Βεβαίως η οικονομία είναι πιο περίπλοκη και πιο απόμακρη υπόθεση από το θλιβερό γεγονός που όλοι έχουμε βιώσει στον περίγυρό μας. Γι’ αυτό καθείς μπορεί να δηλώνει το κοντό του και το μακρύ του με πρώτο την κατάργηση του μνημονίου. Μπορεί να υπόσχεται ισοδύναμα 17 δισ. το 2011, και κοινωνικά μέτρα 11,4 δισ. ευρώ το 2014. Μπορεί να τάξει 13η σύνταξη στο Ζάππειο, ή στη Θεσσαλονίκη. Ολα μπορεί κάποιος να τα υποσχεθεί, αλλά στο τέλος έρχεται ο λογαριασμός, ο οποίος είναι σαν τον θάνατο: αναπόφευκτος.
Το άλλο κοινό χαρακτηριστικό του θανάτου με τον λογαριασμό είναι πως δεν ξορκίζονται από τη λαϊκή βούληση. Απλώς, πρέπει να θεωρούμε σίγουρο ότι σ’ αυτή τη χώρα αν ψηφίζαμε και για την κατάργηση του κόστους, μπορεί να βλέπαμε υψηλότερα ποσοστά από εκείνα της κατάργησης του θανάτου.
Δεν ξέρουμε ποιους πείθει το επιχείρημα ότι οι Ελληνες ψήφισαν κατά της λιτότητας (θα ήταν περίεργο να ψήφιζαν υπέρ) και συνεπώς η λιτότητα πρέπει να σταματήσει. Δυστυχώς, όπως θα έλεγε και η Μάργκαρετ Θάτσερ «δεν αρκούν οι καλές προθέσεις. Χρειάζονται και λεφτά». Η κατανάλωση μιας κοινωνίας δεν εξαρτάται από τη βούληση, αλλά από την παραγωγή της. Αλλιώς δεν θα δούλευε κανείς. Ολοι θα ψήφιζαν για να φέρουν τις δαπάνες στο ύψος των επιθυμιών τους. Συνεπώς, το δίπολο δημοκρατία-λιτότητα δεν λειτουργεί αντιθετικά. Απλώς, οι έννοιες δεν συναντώνται. Στη δημοκρατία επιλέγουν οι πολίτες την καλύτερη κατ’ αυτούς διαχείριση των χρημάτων που έχουν, ή και τρόπους μεγέθυνσης του πλούτου τους. Επομένως, όπως έλεγε και ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, «η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού. Είναι η επιλογή μεταξύ του δυσάρεστου και του καταστροφικού».
Βεβαίως, με το χρέος τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η διαγραφή, αναδιάρθρωση, ελάφρυνση, επαναδιευθέτησή του κ.λπ. είναι θέμα βούλησης. Οχι, όμως, μονομερούς. Χρειάζονται δύο -και στην περίπτωσή μας πολλούς περισσότερους- για να γίνει ό,τι θέλουμε να γίνει. Η υλοποίηση της βούλησης μόνο εκ μέρους των δανειζόμενων ονομάζεται μπαταχτσιλίκι και ειδικά σε ό,τι αφορά τα διακρατικά χρέη πληρώνεται ακριβά. Δηλαδή η δημοκρατική νομιμοποίηση του «Δεν πληρώνω» δεν αρκεί. Πρέπει να υπάρχει και η δημοκρατική νομιμοποίηση εκ μέρους αυτών που δάνεισαν. Μπορεί η δημοκρατία να γεννήθηκε σ’ αυτόν τον γεωγραφικό χώρο, αλλά ψηφίζουν κι άλλοι, οι οποίοι -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν δείχνουν διατεθειμένοι να δεχθούν «κούρεμα» όσων δάνεισαν πριν από πέντε χρόνια. Μπορεί να δεχθούν κάποιου τύπου ελάφρυνση με επαναδιευθέτηση των δόσεων, αλλά αυτό είναι θέμα συνεννόησης, στην οποία πρέπει να ορθωθούν σοβαρότερα επιχειρήματα από το «ξέρετε ο ελληνικός λαός ψήφισε “Δεν πληρώνω”», διότι θα μας απαντήσουν ότι «ξέρετε, ο σλοβακικός λαός ψήφισε “πληρώστε”» και δεν θα ξέρουμε ποίων η πολιτική βούληση μετράει· αφήστε δε το γεγονός ότι μπορεί να μας πετάξουν και κανένα αριστερό επιχείρημα του στυλ ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα της Σλοβακίας είναι 17.700 δολάρια ετησίως, ενώ της Ελλάδας παρά την κρίση 21.900.
Καλές κι άγιες είναι οι θεωρητικές αναζητήσεις του νέου υπουργού Οικονομικών κ. Γιάνη Βαρουφάκη περί «μετριοπαθούς λύσης του προβλήματος της Ευρωζώνης», αλλά είναι χρήσιμες μόνο για να γίνεται ντιμπέιτ στα πανεπιστήμια. Αλλά η πρότασή του να γίνει η Ελλάδα παρανάλωμα πυρός ώστε να αποδειχθεί ορθή -ύστερα από «δάκρυα και αίμα» των πολιτών- μια θεωρία -έστω κι αν είναι σωστή, έστω κι αν είναι δική του- δεν στέκει και πολύ. Γι’ αυτό καλά είναι να ξεχάσει την παλιά πρόταση προς τον κ. Γ. Παπανδρέου, την οποία υλοποιεί έστω εν μέρει διακηρύσσοντας ότι η Ελλάδα δεν θα πάρει την τελευταία δόση του προγράμματος.
Η θρυαλλίδα
Ο κ. Βαρουφάκης έχει απόλυτο δίκιο όταν λέει ότι το πρόβλημα του χρέους είναι μεγάλο και για εμάς, αλλά είναι μεγάλο και για την Ευρωζώνη και αποτελεί μια νάρκη στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Δεν χρειάζεται όμως να πατήσουμε εμείς τη νάρκη για να αποδείξουμε πόσο δίκιο είχαμε ή να πυροδοτήσουμε εξελίξεις. Οπως λέγαμε και παλιότερα, η θρυαλλίδα είναι η πρώτη που καίγεται ολοσχερώς πριν πυροδοτήσει οτιδήποτε· αν φυσικά πυροδοτήσει και δεν είναι τζούφια. Επειδή όμως το πρόβλημα του χρέους έχει μεγαλώσει (για όλους) μπορεί να φροντίσει μόνο του τον εαυτό του. Είναι πολύ πιθανό στο άμεσο μέλλον να γίνει και πανευρωπαϊκή και παγκόσμια διάσκεψη για το χρέος και οι ιστορικοί του μέλλοντος να αναγνωρίσουν στον κ. Τσίπρα το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός της Ευρωζώνης που το ζήτησε. Το να ζητάμε τέτοια διάσκεψη είναι θεμιτό κι αριστερό. Ανόητο είναι να νομίζουμε ότι θα την επιβάλουμε αυτοπυρπολούμενοι. Οπως κοντόφθαλμες είναι διάφορες θεωρίες που κυκλοφορεί ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Λαπαβίτσας, περί εξόδου της Ελλάδος από την Ευρωζώνη (είναι περίεργο πως Αριστερά της Αριστεράς βρίσκει κανείς τις θεωρίες των αγγλοσαξονικών χρηματοπιστωτικών κύκλων) για να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Η Ελλάδα πρέπει να είναι παρούσα στις ευρωπαϊκές εξελίξεις για να επωφεληθεί από αυτές. Αυτό έκανε πάντα κι έτσι έγινε -παρά τις απανωτές κρίσεις της- η ζηλευτή σε όλα τα Βαλκάνια χώρα. Εξάλλου σε έναν κόσμο χωρίς κανόνες, όπου το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αλωνίζει ανέλεγκτο, η Ευρώπη είναι η μόνη όαση αλληλεγγύης που υπάρχει. Παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας είναι δύσκολο, χωρίς την Ευρώπη το 2010 θα προχωρούσαμε σε άτακτη χρεοκοπία και οι σημερινές μας δυσχέρειες θα ήταν απλές ενοχλήσεις σε σχέση με ό,τι θα ζούσαμε. Μια χώρα σαν την Ελλάδα, ξεκρέμαστη εντελώς κι έχοντας να καλύψει πρωτογενή ελλείμματα 24 δισ. σε ένα χρόνο θα είχε εκραγεί.
Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει αποφασίσει τι θέλει σε σχέση με το χρέος. Η πρότασή της αλλάζει κάθε φορά που ο κ. Βαρουφάκης είναι και σε άλλη πρωτεύουσα. Από τη «στάση πληρωμών, τώρα, με χαμόγελο» που κήρυσσε παλιότερα και ο υπουργός Οικονομικών («Η αισιόδοξη πλευρά της χρεοκοπίας» protagon 28.4.2010), μέχρι τη διαγραφή μέρους του χρέους και μέχρι τα «αιώνια ομόλογα» πρέπει να χαραχτεί μια εθνική γραμμή που θα υποστηριχθεί απ’ όλους και σε βάθος χρόνου. Αυτό που προέχει όμως τώρα είναι να κλείσουν οι δημοσιονομικές πληγές που άνοιξαν λόγω της ανερμάτιστης προεκλογικής παροχολογίας περί ΕΝΦΙΑ, να καλυφθούν τα χρηματοδοτικά κενά που προϋπήρχαν, και κυρίως να προχωρήσουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούν.
Δυστυχώς στην Ελλάδα κόμματα και πολίτες είναι όμηροι ρηχών συνθημάτων περί άλλων κόσμων «ένθα ουκ έστιν λύπη, ου πόνος, ου στεναγμός» και ούτε καν δουλειά. Η συζήτηση πρέπει γρήγορα να μετατοπιστεί στις διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να κάνει η χώρα για να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο, έτσι ώστε να συμφωνήσουμε σε αυτές να τις παρουσιάσουμε στους πιστωτές για να έχουμε επιχειρήματα για διευκολύνσεις στο θέμα του χρέους. Ολες οι άλλες συνθηματολογίες είναι απλές ανοησίες που κατορθώνουν μόνο την καθυστέρηση της χώρας. Αν η κυβέρνηση θέλει να έχει κάποια ελπίδα και να αφήσει κάτι θετικό πίσω της, ας ξεχάσει τον προεκλογικό της εαυτό κι ας στρωθεί να φτιάξει την Ελλάδα μια ευρωπαϊκή χώρα ευημερίας και ανάπτυξης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8.2.2015