Από το 1943 και μετά τα επιτελεία των μετέπειτα αντιμαχόμενων του εμφυλίου ασχολούνταν περισσότερο με την επόμενη μέρα του πολέμου, παρά με τους Γερμανούς κατακτητές.
Υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει η χώρα τα Δεκεμβριανά του 1944; Μάλλον όχι, αφού και οι δύο πλευρές ετοιμάζονταν γι’ αυτά. Και αν δεν υπήρχε η αιματοχυσία της 3ης Δεκεμβρίου, κάποια άλλη αφορμή θα δινόταν για να ξεσπάσει η εμφύλια σύρραξη, που σημάδεψε βαθιά την ιστορία της χώρας. Από τον Ιούλιο του 1944, ο συνταγματάρχης του βρετανικού στρατού John Melior Stevens είχε καταστρώσει λεπτομερές «Σχέδιο-πρόταση για την πρόληψη της κατάληψης της εξουσίας στην Ελλάδα από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά τον τερματισμό της Κατοχής του Αξονα» (δημοσιεύεται ολόκληρο στο «Ο “Δεκέμβρης” του 1944» του Πέτρου Μακρή Στάικου).
Από την άλλη μεριά, η αποτίμηση της κ. Αλέκας Παπαρήγα είναι ότι «ο ηρωικός Δεκέμβρης ήταν αναπόφευκτος. Εξέφραζε τη συνέχιση της ασίγαστης ταξικής πάλης που προϋπήρχε στη διάρκεια του πολέμου και κρυβόταν πίσω από τις φλόγες του, όσο βέβαια ήταν δυνατόν να κρυφτεί». (Ομιλία στην εκδήλωση της Κ.Ε. του ΚΚΕ «70 χρόνια από τον ηρωικό Δεκέμβρη του ‘44, σύγχρονα διδάγματα».)
Βεβαίως η έννοια της «ταξικής πάλης» είναι πολύ ρευστή και μπορεί να συμπεριλάβει ένα σκασμό εγκλήματα, όπως είναι δολοφονίες σαν του αντιστασιακού συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού, η εξόντωση ανταρτικών ομάδων κατά τη διάρκεια της Κατοχής έτσι ώστε ο ΕΛΑΣ να κατισχύσει στη χώρα και να επιβάλει κομμουνιστική δικτατορία μετά το τέλος του πολέμου. Από το 1943 και μετά, τα επιτελεία των μετέπειτα αντιμαχομένων ασχολούνταν περισσότερο με την επόμενη μέρα του πολέμου, παρά με τους Γερμανούς κατακτητές. Απλώς δεν ήξεραν ότι το μέλλον της χώρας θα σφραγιζόταν στη συνάντηση Στάλιν-Τσώρτσιλ, τον Οκτώβριο του 1944 στη Μόσχα. Αν και οι Σοβιετικοί διέψευσαν τον χωρισμό των Βαλκανίων σε σφαίρες επιρροής με το περίφημο χαρτάκι όπου για την Ελλάδα η Μεγάλη Βρετανία (εν συμφωνία με τις ΗΠΑ) θα είχε επιρροή 90% και η Ρωσία 10%, η αφήγηση που υπάρχει στα απομνημονεύματα του Τσώρτσιλ επιβεβαιώνεται από τον μεταφραστή του Σοβιετικού ηγέτη Β. Μπερεζκόφ, ο οποίος συμμετείχε σε αυτή τη συνάντηση: «Τι έγινε λοιπόν στην ουσία; Ο Τσώρτσιλ έγραψε σ’ ένα κομμάτι χαρτί τα ποσοστά του. Ο Στάλιν τους έριξε μια ματιά και χωρίς να πει λέξη επέστρεψε το χαρτί στον Βρετανό πρωθυπουργό. Ο Τσώρτσιλ προτείνει να καεί το χαρτί, με τη σκέψη, όπως φαίνεται, ότι έτσι θα δημιουργούνταν μια κατάσταση συνενοχής στην εξαφάνιση αυτού του “αποκαλυπτικού ντοκουμέντου”. Ο Στάλιν, όμως, δεν έδωσε στον Βρετανό πρωθυπουργό καμιά αφορμή για παρόμοια συμπεράσματα. Σημείωσε αδιάφορα πως ο Τσώρτσιλ μπορεί να το κρατήσει, δείχνοντας έτσι καθαρά ότι δεν αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην υπόθεση. Αυτό ήταν όλο» (Β. Μπερεζκόφ: «Ημουν ο διερμηνέας του Στάλιν», εκδ. Καστανιώτη).
Με ή χωρίς χαρτάκι, είναι ευτύχημα για τη χώρα ότι κατάφερε να κρατηθεί στο δυτικό μπλοκ και δεν είχε τη μοίρα των Βαλκάνιων γειτόνων της, των χωρών δηλαδή που το 1989 βγήκαν καθημαγμένες ύστερα από 45 χρόνια κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Χωρίς, όμως, τα τέσσερα καταστροφικά χρόνια του Εμφυλίου δεν θα υπήρχε ούτε το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος με τις απηνείς διώξεις των κομμουνιστών. Οι δημοκρατικοί θεσμοί θα αναπτύσσονταν ομαλά και πιθανότατα η Ελλάδα να ήταν μια κανονική δυτική χώρα χωρίς τις προδικτατορικές ασχήμιες και μεταδικτατορικές αγκυλώσεις. Στον Εμφύλιο, που έχει τυπική έναρξη τον Δεκέμβριο του 1944, μπορούν να ανιχνευτούν οι περισσότερες από τις σημερινές κακοδαιμονίες της χώρας.
Την 3η Δεκεμβρίου του 1944 στο Σύνταγμα, οι αστυνομικές δυνάμεις και άνδρες της εθνικιστικής οργάνωσης Χ έπνιξαν στο αίμα μια ειρηνική διαδήλωση, αλλά αυτό είναι η κορύφωση του δράματος που παιζόταν εκείνη την περίοδο στη χώρα. Τροφοδότησε το δράμα η βαθιά καχυποψία, που φαίνεται και από το δραματικό τηλεγράφημα του γραμματέα του ΚΚΕ Γιώργη Σιάντου στον στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου για μετακίνηση μονάδων στην Αττική: «Κατάσταση κρισιμότατη, αγόμεθα προς σύγκρουσιν». Σημαντική λεπτομέρεια: το τηλεγράφημα είναι της 2ας Δεκεμβρίου, μία μέρα πριν από τη σφαγή στην πλατεία Συντάγματος. Από την άλλη πλευρά, δεν έχουμε λόγους να μην πιστέψουμε ότι και οι κυβερνητικές δυνάμεις φοβούνταν ότι η διαδήλωση ήταν ένοπλη και πρόσχημα για τη βίαιη κατάληψη κυβερνητικών κτιρίων. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ η κυβέρνηση έδωσε αρχικώς άδεια για τη διαδήλωση, μετά την απαγόρευσε. Η μία καχυποψία συνάντησε την άλλη, έβαλαν το χέρι τους και οι Βρετανοί και τελικώς το πλήρωσε η χώρα.
Υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα, γιατί ο ΕΛΑΣ δεν κατέλαβε την Αθήνα κατά την απελευθέρωση ώστε να «εγκαθιδρύσει τη λαϊκή εξουσία». Οι λόγοι, μάλλον, ήταν πολλοί. Ο πρώτος είναι ότι το ΕΑΜ δεν ταυτιζόταν με το ΚΚΕ· υπήρχαν και πολλοί σοσιαλιστές και δημοκράτες στις τάξεις του, που θα αντετίθεντο στην επιβολή του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Το δεύτερο είναι ότι δεν υπήρχαν στην Αττική δυνάμεις ικανές για ένα τέτοιο εγχείρημα. Οπως γράφει ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης: «Η ηγεσία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ –η ηγεσία του ΚΚΕ στην ουσία– έκρινε ότι η στρατιωτική εμπλοκή πρέπει να γίνει σταδιακά, στοχεύοντας κάθε στιγμή συγκεκριμένους, περιορισμένους στόχους… Ο σχεδιασμός αυτός ανταποκρινόταν στις τότε συνθήκες: θα ήταν αμφίβολη η επιτυχία μιας γενικής επίθεσης…» («Η μάχη των 33 ημερών στην Αθήνα», στο «Δεκέμβρης του ’44»).
Το βασικό όμως ήταν ότι το ΚΚΕ δεν ήξερε τι να κάνει. Ο κόσμος (με ή χωρίς χαρτάκι) είχε μοιραστεί και η Ελλάδα δεν ήταν στη σφαίρα επιρροής του Στάλιν, και οι Σοβιετικοί ελάχιστα ενδιαφέρονταν για την τύχη των Ελλήνων συντρόφων τους. Μην ξεχνάμε ότι το 1944 ακόμη πολεμούσαν στο πλευρό των Δυτικών κατά των ναζί. Πιο καλά θέτει το ζήτημα της αμφιθυμίας του ΚΚΕ η πρώην Γ.Γ. Αλέκα Παπαρήγα (αφού φυσικά δούμε πίσω από την κομμουνιστική ορολογία): «Το ΚΚΕ… δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα σε διαλεκτική σχέση με την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας. Αυτονομήθηκε η πάλη κατά του κατακτητή, που ήταν ηρωική και απαράμιλλη, από την πάλη για την ήττα της αστικής τάξης και των συμμάχων της, με επακόλουθο τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, στη συνέχεια με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση της “εθνικής ενότητας”, μια διαδικασία που έφερε τελικά την ακόμα πιο ετεροβαρή συμφωνία, της Βάρκιζας. Το πρόβλημα δεν αφορούσε αποκλειστικά το ΚΚΕ, αλλά τη στρατηγική συνολικά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1941 προστέθηκε ένας σημαντικός αρνητικός κρίκος, όταν έγινε αλλαγή της σωστής εκτίμησης για τον χαρακτήρα του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού –και από τις δύο πλευρές των καπιταλιστικών κρατών– με τη θέση ότι αυτός ήταν μόνο αντιφασιστικός. Αυτή η νέα θέση αποπροσανατόλιζε και παρέπεμπε στις ελληνικές καλένδες το πρόβλημα της εξουσίας, ενώ καλλιεργούσε αυταπάτες ή εφησυχασμό ως προς τον ρόλο της Αγγλίας, των ΗΠΑ με τη λήξη του πολέμου. Προβλήθηκε η πιο ουτοπική προσδοκία ότι η συμμαχία μεταξύ Αγγλίας-ΗΠΑ- ΕΣΣΔ μπορούσε να πάρει σχετικά μονιμότερο χαρακτήρα μεταπολεμικά».
Αυτό είναι διαχρονικά το πρόβλημα της Αριστεράς. Από τη μία μεριά έχει το καθήκον του αντιφασιστικού αγώνα, της υπεράσπισης δηλαδή της Δημοκρατίας –συμμαχώντας με γνήσιες δημοκρατικές δυνάμεις– και από την άλλη, υπάρχει ο στόχος κατάλυσης αυτής της Δημοκρατίας στο όνομα, υποτίθεται, της «εργατικής εξουσίας». Αυτή η βαθιά αντίφαση, που διατρέχει ολόκληρη τη λενινιστική Αριστερά, ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί…
Ιnfo
• Πέτρος Στ. Μακρής Στάικος, «Ο “Δεκέμβρης” του 1944. Τέσσερα άγνωστα κείμενα», εκδ. Ικαρος
• Τμήμα Ιστορίας της Κ.Ε. του ΚΚΕ (επιμέλεια): «Δεκέμβρης του ’44. Κρίσιμη ταξική σύγκρουση».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 7.12.2014