Δικαστική διαμάχη στις ΗΠΑ για τα κέρδη των ιδρυμάτων που διασώθηκαν με τα λεφτά φορολογουμένων…
Στην Ελλάδα γενικώς είμαστε πολύ χουβαρντάδες. Κυρίως με τα λεφτά που νομίζουμε ότι είναι των άλλων. Ολα τα χρόνια της άκριτης σπατάλης μόνο κάποιοι συκοφαντημένοι «νεοφιλελεύθεροι» ανησυχούσαν για τα δημόσια οικονομικά. Οι υπερασπιστές του κράτους ήταν του δόγματος «δώσε κι άλλα μπάρμπα». Ποτέ δεν έγινε κάποιος αγώνας κατά άσκοπων δαπανών. Ολοι είχαν στόχο τη μεγέθυνση της σπατάλης. Μέχρι που αυτό το κράτος χρεοκόπησε.
Το «δώσε παραπάνω μπάρμπα» είχε στόχο –και σε ένα βαθμό το πέτυχε κατά τη διάρκεια της οικονομικής μεγέθυνσης– να διαχυθούν κάποια οφέλη προς τα κάτω. Απλώς αυτά τα οφέλη δεν διαχέονταν συμμετρικά, ούτε καν προοδευτικά. Οσο πιο ψηλά βρισκόταν κάποιος, τόσο καλύτερα φράγματα έφτιαχνε για να κρατά το μέρισμα της οικονομικής μεγέθυνσης, με αποτέλεσμα εκείνοι που είχαν τις μεγαλύτερες ανάγκες να παίρνουν τα λιγότερα. Οταν στον πυρήνα μιας ιδεολογίας υπάρχει το φανταστικό «λεφτόδενδρο» ελάχιστοι νοιάζονται για το πώς μοιράζονται τα λεφτά. Στο υποσυνείδητο όλων υπάρχει η πεποίθηση ότι θα ’ρθουν κι άλλα.
Αλλά ούτε η κρίση ξερίζωσε αυτήν την αντίληψη. Αυτό δεν φαίνεται μόνο από τους αγώνες για «δώσε κι άλλα μπάρμπα» που συνεχίζονται, αλλά από το γεγονός ότι το κολοσσιαίο (για τα ελληνικά δεδομένα) πρόγραμμα διάσωσης των τραπεζών πήγε αδιάβαστο και ασυζήτητο. Ετσι πέρασε μια διάταξη που προβλέπει ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας μπορεί ακόμη και να πουλήσει τις μετοχές των τραπεζών σε τιμές χαμηλότερες και από τη χρηματιστηριακή, αλλά και από την τιμή κτήσης. «Η διάθεση (μετοχών των πιστωτικών ιδρυμάτων) δύναται να πραγματοποιείται με πώληση μετοχών του πιστωτικού ιδρύματος… Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο οριζόμενες τιμές διάθεσης ή κάλυψης δύνανται να είναι χαμηλότερες της τιμής κτήσης των μετοχών από το ταμείο ή της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής» (ν. 4254/2014 παρ. Α6).
Ως εδώ κανένα πρόβλημα, λένε διάφοροι, διότι ο καπιταλισμός χρειάζεται και θυσίες, μέρος των οποίων είναι να χάσουν οι φορολογούμενοι λεφτά για τη διάσωση των συστημικών τραπεζών.
Ελα όμως που τα «Αμερικανάκια» (τα οποία σημειωτέον έχουν τον χειρότερο καπιταλισμό) ακολουθούν πιο κρατικοκεντρικές πολιτικές για τη διάσωση των δικών τους τραπεζών. Εχει ενδιαφέρον να δούμε τη δικαστική διαμάχη μεταξύ του Αμερικανικού Δημοσίου και κάποιων hedge funds για τα κέρδη των «κρατικοποιημένων» στεγαστικών τραπεζών Fannie Mae και Freddie Mac.
Το 2008 το Δημόσιο έβαλε 187,5 δισεκατομμύρια δολάρια για να σώσει τους δύο πυλώνες της στεγαστικής πίστης των ΗΠΑ. Σε αντάλλαγμα πήρε προνομιούχες μετοχές, τα μερίσματα των οποίων, μέχρι σήμερα, φτάνουν τα 213 δισ. δολάρια. Με άλλα λόγια, οι Αμερικανοί φορολογούμενοι όχι μόνο παίρνουν το πακέτο διάσωσης πίσω αλλά έχουν και κέρδος 25,5 δισ.· μόνο από τα μερίσματα και χωρίς να πουλήσουν τις μετοχές.
Κάποια hedge funds μέτοχοι των συγχωνευμένων πλέον ιδρυμάτων προσέφυγαν στην αμερικανική δικαιοσύνη με τον ισχυρισμό ότι το κράτος έβγαλε τα λεφτά του και μέρισμα πρέπει να πάρουν οι ιδιώτες μέτοχοι. Το Αμερικανικό Δημόσιο –που ως γνωστόν είναι στην υπηρεσία του νεοφιλελευθερισμού– απαντά ότι διά νόμου οι προνομιούχες μετοχές προηγούνται στη διανομή των κερδών και ότι τα μερίσματα δεν είναι αποπληρωμή του χρέους, διότι αν ξαναβυθιστεί η αγορά ακινήτων στις ΗΠΑ οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν τον τελικό λογαριασμό.
«Αλλο οι ΗΠΑ κι άλλο η Ελλάδα», θα πουν κάποιοι. Σωστά! Υπάρχει πάντα η ελληνική εξαίρεση. Ως τέτοια δεν χρεοκοπήσαμε;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 17.5.2014