Το σημερινό ραδιοτηλεοπτικό τοπίο έχει ένα εξαιρετικά βεβαρημένο πολιτικό και οικονομικό παρελθόν…
«Η κυβέρνησις που θα βάλει εμπρός την τηλεόραση στην Ελλάδα», είχε πει κάποτε ο Σοφοκλής Βενιζέλος, «θα πέσει την επόμενη μέρα». Κάτι ήξερε και αυτό περιγράφει ο κ. Παύλος Τσίμας στο βιβλίο του με τίτλο «Ο φερετζές και το πηλήκιο»: «Γύρω από την τηλεόραση στήθηκε ένας χορός σφοδρών πολιτικών και οικονομικών συγκρούσεων, που αντίστοιχό του δεν βρίσκουμε στην ιστορία καμιάς άλλης ευρωπαϊκής χώρας».
Οι συγκρούσεις είχαν να κάνουν αρχικώς με το αν η χώρα χρειαζόταν τηλεόραση. Ο Δημήτρης Ψαθάς το έβλεπε το 1951 ως περιττή πολυτέλεια και εισήγαγε τη συζήτηση περί «φερετζέ» στον δημόσιο διάλογο: «Προτού αποκτήσουμε τηλεόραση θα πρέπει να έχουμε λύσει το πρόβλημα του νερού… του ηλεκτρικού ρεύματος… να στρώσουμε τους δρόμους… Υστερα από τόσες ανέσεις και τόσες απολαύσεις θα ήταν αισθητότατη η απουσία της τηλεόρασης. Αλλά, ευτυχώς, δεν θα μας λείψει επί πολύ ακόμη. Η Αθήνα θα φορέσει τον φερετζέ της Ζαφειρούλας». Την ίδια δηλητηριώδη ειρωνεία χρησιμοποίησε το 1958 ο Μάριος Πλωρίτης γράφοντας για τον «φερετζέ της Μαριωρής».
Το δεύτερο ζήτημα για το οποίο υπήρξε (σφοδρότερη της πρώτης) αντιπαράθεση ήταν αν η τηλεόραση θα ήταν κρατική ή ιδιωτική. Οσο κι αν φανεί περίεργο, η συζήτηση ξεκίνησε στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας. Βεβαίως, το πρώτο μέλημα του καθεστώτος ήταν η ραδιοφωνία, αλλά η σύμβαση που υπέγραψε ο Ιωάννης Μεταξάς με τον Ιωάννη Βουλπιώτη περιλάμβανε το δικαίωμα «εκμεταλλεύσεως… πάσης εν γένει φύσεως οπτικών φαινομένων, ως και η εκπομπή όλων των προγραμμάτων άτινα περιλαμβάνονται υπό τους όρους ραδιοφωνία και τηλεόραση». Ο Ιωάννης Βουλπιώτης, γράφει ο κ. Τσίμας, υπήρξε μια «σκοτεινή φιγούρα της ελληνικής ιστορίας. Γαμπρός του Φον Ζίμενς, αντιπρόσωπος στην Ελλάδα των εταιρειών Siemens, Telefunken, AEG, με ισχυρές διασυνδέσεις στη χιτλερική Γερμανία και κατόπιν διευθυντής ραδιοφωνίας στα χρόνια της Κατοχής».
Η σύμβαση που υπογράφτηκε το 1938 προέβλεπε την κατ’ αρχήν εγκατάσταση ραδιοφωνικών σταθμών «άνευ ουδεμίας επιβαρύνσεως του Δημοσίου» με αντάλλαγμα «το αποκλειστικόν δικαίωμα και της ραδιοφωνίας εν γένει εν Ελλάδι για 25 χρόνια». Με μία εξαίρεση: «Αι διαλέξεις πολιτικού, γεωργικού, κοινωνικοπολιτικού και προπαγανδιστικού χαρακτήρος καθώς και τα δελτία ειδήσεων προβλεπόταν ότι θα καταρτίζονται από ειδική υπηρεσία του κράτους, δαπάναις του αναδόχου».
Η ραδιοφωνία και η μελλοντική τηλεόραση ιδιωτικοποιήθηκαν προσωρινά μέχρι την Απελευθέρωση, το 1944, όταν ξανάρχισε η συζήτηση για το καθεστώς πλέον της τηλεόρασης στην ελεύθερη Ελλάδα. Από τότε και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, οπότε η Ελλάδα απέκτησε τηλεόραση, αμερικανικές, γερμανικές, ιταλικές ακόμη και ιαπωνικές εταιρείες έριζαν για τα δίκτυα ραδιοφωνίας τηλεόρασης. Εν τω μεταξύ όμως, και λόγω του Εμφυλίου, στο παιγνίδι μπήκε ο στρατός με την ΥΕΝΕΔ για την «καλλιέργεια του εθνικού φρονήματος έναντι της κομμουνιστοσυμμοριτικής απειλής».
Το τρίτο σημείο σφοδρής αντιπαράθεσης ήταν η φύση του κρατικού ελέγχου στην τηλεόραση. Το προηγούμενο της ραδιοφωνίας δεν έδινε ελπίδες για την ύπαρξη δημόσιας τηλεόρασης, αλλά προοιωνιζόταν ένα μέλλον ασφυκτικού κυβερνητικού ελέγχου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελληνική Ραδιοφωνία (η τελευταία που συστήθηκε στην Ευρώπη) γεννήθηκε στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και κράτησε τα χαρακτηριστικά της –με φωτεινά, αλλά βραχυχρόνια διαλείμματα– μέχρι σήμερα. Η «επιτηρούμενη μετεμφυλιακή Δημοκρατία» σείοντας τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» είχε κάνει τη ραδιοφωνία όργανο κυβερνητικής προπαγάνδας. «Είναι περίεργο να σκεφθή κανείς ότι όταν ο τόπος ευρίσκετο υπό κατοχή, το μόνο ελεύθερο μηχάνημα ήταν το ραδιόφωνο, ενώ αντιθέτως τώρα που ο τόπος είναι ελεύθερος, αυτό ζη σχεδόν υπό δικτατορία». Αυτά δεν τα έγραφε τον Σεπτέμβριο του 1958 κάποιος αντιπολιτευόμενος της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, ή –πολύ περισσότερο– κάποιος αριστερός, αλλά η Ελένη Βλάχου στην «Καθημερινή».
Τα σχέδια για τη δημιουργία τηλεόρασης στην Ελλάδα πηγαινοέρχονταν στα γραφεία των κυβερνήσεων είκοσι χρόνια, αλλά οι πιέσεις (εκδοτών, οικονομικών παραγόντων, ακόμη και ξένων κυβερνήσεων που ήθελαν να ευνοηθούν οι δικές τους επιχειρήσεις) έκαναν την Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα χωρίς τηλεόραση σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Και όταν λέμε ολόκληρη εννοούμε και την Ανατολική, κομμουνιστοκρατούμενη, Ευρώπη. Η Ελλάδα «ήταν η τελευταία χώρα της Ευρώπης που μπήκε στην τηλεοπτική εποχή, τριάντα και κάτι χρόνια μετά την πρώτη συστηματική εκπομπή τηλεοπτικού σήματος στη Βρετανία ή την Αμερική, δέκα χρόνια μετά την τελευταία από τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες κι έξι ολόκληρα χρόνια μετά τα εγκαίνια της τηλεόρασης στα Τίρανα, στη γειτονική και μοναχική Αλβανία».
Το γεγονός ότι ακόμη και τα Σκόπια απέκτησαν τηλεόραση, επέσπευσε την έλευσή της στην Ελλάδα. Η ΚΥΠ ανησυχούσε για τη «σλαβομακεδονική προπαγάνδα» και τον «αενάως ελλοχεύοντα κομμουνιστικόν κίνδυνον». Το ελληνικό κράτος αντέδρασε στην απειλή με δύο τρόπους: Πρώτον, απαγόρευσε παντελώς την εισαγωγή τηλεοπτικών συσκευών και, δεύτερον, επέτρεψε την εκπομπή σήματος ενός ιδιωτικού καναλιού από τη ΔΕΘ για κάποιες μέρες. Οπως όμως έγινε και με τις «προσωρινές άδειες» των νυν τηλεοπτικών σταθμών, το προσωρινό έγινε μακροχρόνιο. «Διά λόγους εθνικούς, οι υπουργοί Συγκοινωνιών και Προεδρίας εξέδωσαν απόφαση που παρέτεινε την άδεια λειτουργίας της ιδιωτικής τηλεόρασης Θεσσαλονίκης μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1965, αναθέτοντας στον υφυπουργό Προεδρίας την εξασφάλισιν προληπτικού ελέγχου επί των εκπομπών του ως άνω σταθμού. Η άδεια παρατάθηκε σιωπηρά μέχρι το 1969… Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Ελλάδα απέκτησε τηλεόραση για τον φόβο των Σκοπίων».
Η Ελλάδα ήταν η τελευταία χώρα της Ευρώπης που απέκτησε ραδιόφωνο και η τελευταία που είδε τηλεόραση. Ακόμη χειρότερα: και τα δύο Μέσα ανδρώθηκαν μέσα σε δικτατορίες, που σφράγισαν τη φυσιογνωμία τους. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην προληπτική λογοκρισία των Μέσων ή στον ασφυκτικό τους έλεγχο από τις κυβερνήσεις. Αυτό διατηρήθηκε και στα χρόνια της Δημοκρατίας· επιτηρούμενης και κανονικής. Οι διευθυντές της ΕΡΤ άλλαζαν διαρκώς, κάποιες φορές για κάποιο θεατρικό έργο με πολιτικές αιχμές, άλλοτε για μια σειρά ή μια ταινία (με «απρεπή πλάνα»), κυρίως για τα δελτία ειδήσεων. Οι κυβερνώντες την Ελλάδα (εκλεγμένοι και μη) ήθελαν και θέλουν την ενημέρωση στην υπηρεσία της κυβερνητικής πολιτικής· είναι χαρακτηριστικός ο αφορισμός του υφυπουργού Τύπου στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι η κυβέρνηση δρα και συνεπώς παράγει ειδήσεις ενώ η αντιπολίτευση διατυπώνει απόψεις που δεν αποτελούν ειδήσεις και γι’ αυτό δεν μεταδίδονται.
Χειρότερο όμως και από τον ασφυκτικό έλεγχο στα δελτία ειδήσεων είναι ότι οι δικτατορίες κληροδότησαν το ήθος και την αισθητική τους στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Το πρόγραμμα της ΥΕΝΕΔ, που το 1974 «είχε 2/3 της τηλεοπτικής ακροαματικότητας και 14/20 δημοφιλέστερα προγράμματα… ήταν μια τηλεόραση εκτός δημοσίου ήθους, που λειτουργούσε με μόνο στόχο τα διαφημιστικά έσοδα και χωρίς πολιτιστικές αναστολές… Οπως έγραφε ο σκηνοθέτης Ροβήρος Μανθούλης, υπεύθυνος προγράμματος του ΕΙΡΤ τον πρώτο καιρό της μεταπολίτευσης, [η ΥΕΝΕΔ] «κατέκλυσε το πρόγραμμα με ελαφρές εκπομπές αγορασμένες κυρίως από τα αμερικανικά κανάλια…». Αντιθέτως η ΕΙΡΤ είχε καλές στιγμές κατά τη μεταπολίτευση, με κορυφαία το Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, οι οποίες όμως διακόπτονταν απότομα αφού το πολιτικό σύστημα δεν μπορούσε να τις αντέξει. Για να φτάσουμε στο σημερινό ραδιοτηλεοπτικό χάλι…
Ιnfo
Παύλος Τσίμας, «Ο φερετζές και το πηλήκιο. Το πολιτικό μυθιστόρημα της ελληνικής τηλεόρασης», εκδόσεις Μεταίχμιο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 11.5.2014