Οι πολιτικές δυνάμεις αντί να γίνουν η πρωτοπορία της κοινωνίας και να εξηγήσουν σε παραγωγούς και μη, την ανάγκη να αλλάξει το οργανωτικό πλαίσιο της οικονομικής δραστηριότητας προωθούν τα μικροπολιτικά τους συμφέροντα, χαϊδεύοντας τον (δικαιολογημένο εν πολλοίς) φόβο, που γεννά τον συντηρητισμό των οικονομικά δρώντων.
«Η λαϊκή αγορά δεν είναι ράφι κανενός. Είναι θεσμός-πολιτισμός», έγραφε ένα πανό σε κάποιο δρόμο της Αθήνας, και προφανώς ως νεοελληνικός πολιτισμός έχει και τα χαρακτηριστικά των «ναών» του: όποιος δώσει κατιτίς παραπάνω στον μετρ, έχει «πρώτο τραπέζι πίστα». Κι επειδή οι λαϊκές δεν είναι σαν τα ράφια του σούπερ μάρκετ, να πωλούνται στον καλύτερο πλειοδότη, είναι πολύ λογική η πρόταση του υπουργείου Ανάπτυξης να γίνει μια πρώτη κλήρωση για τις θέσεις και κατόπιν να εφαρμοστεί ένα σύστημα κυκλικότητας: ανά έτος, κάθε παραγωγός ή έμπορος θα μετακινείται κατά μία θέση, έτσι να έχουν όλοι για ένα διάστημα «μαγαζί-γωνία» και διά της μετακίνησης σε διπλανή θέση ουδείς κινδυνεύει να χάσει την πελατεία του.
Σ’ αυτή τη δημοκρατική διευθέτηση για τις λαϊκές και συγκεκριμένα μαζί με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αντιτάχθηκε η Χρυσή Αυγή, διότι, όπως είπε βουλευτής της, αυτά τα είχε ρυθμίσει ο… Ιωάννης Μεταξάς.
Αντιτάχθηκε όμως και το ΠΑΣΟΚ, διά στόματος του βουλευτή του κ. Μιχάλη Κασσή· παλιού γνώριμου από τη μάχη να μην απελευθερωθεί η αγορά γάλακτος. Ετσι, ενώ το κόμμα του ψήφισε επί της αρχής το νομοσχέδιο, ξαφνικά το Κίνημα το μετάνιωσε. Μετά και τις κινητοποιήσεις που δείχνουν αντιδράσεις όχι μόνο των παραγωγών αλλά και των εμπόρων, είπε ο κ. Κασσής, το ΠΑΣΟΚ, δίχως να αμφισβητεί τις προθέσεις του υπουργού Ανάπτυξης, θεωρεί ότι είναι δίκαιο το αίτημά τους και προτείνει να παραμείνει ως έχει το καθεστώς των θέσεων και να μην υπάρξει διαχωρισμός παραγωγών και εμπόρων.
Ακόμη πιο ενδιαφέρουσα ήταν η τοποθέτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Δημητρίου Κοδέλα, ο οποίος αντιτάχθηκε στον διαχωρισμό παραγωγών-εμπόρων με το επιχείρημα ότι «μια ηλικιωμένη θα πρέπει να περπατά πολλά μέτρα για να βρει είτε αυτόν από τον οποίο ψώνιζε είτε κάποιον επαγγελματία για να προμηθευτεί τα υπόλοιπα προϊόντα της». Το θετικό είναι ότι περιέγραψε επαρκώς τον συντηρητισμό, που είναι χαρακτηριστικός και στο θέμα των αγορών: «Οποιαδήποτε αλλαγή ανατρέπει με τέτοιο έντονο τρόπο τα σημερινά δεδομένα, θα έχει τον παραγωγό απέναντι, όπως τον έχει σήμερα. Αυτός είναι και ο λόγος που από τον πωλητή με την καλύτερη θέση σήμερα μέχρι και αυτόν που έχει τη χειρότερη θέση στη λαϊκή αγορά, κανείς δεν θέλει αυτήν τη ριζική, τη βίαιη αλλαγή που επιδιώκεται, γιατί ακριβώς δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει την επόμενη μέρα, σε ποιον πάγκο θα βρεθούν, πού θα βρεθούν στη λαϊκή αγορά». Και γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να υποστηρίξει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, αφήνοντας βεβαίως για το μέλλον –όταν οι συνθήκες θα είναι ευνοϊκές– τις αναγκαίες αλλαγές που και ο ίδιος υποστήριξε ότι πρέπει να γίνουν. Απέδειξε ότι ο συντηρητισμός δεν είναι προνόμιο της Δεξιάς. Αντιθέτως.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ελάχιστα αλλάζουν στη χώρα. Οι πολιτικές δυνάμεις αντί να γίνουν η πρωτοπορία της κοινωνίας και να εξηγήσουν σε παραγωγούς και μη, την ανάγκη να αλλάξει το οργανωτικό πλαίσιο της οικονομικής δραστηριότητας προωθούν τα μικροπολιτικά τους συμφέροντα, χαϊδεύοντας τον (δικαιολογημένο εν πολλοίς) φόβο, που γεννά τον συντηρητισμό των οικονομικά δρώντων. Προς όφελος βέβαια εκείνων των επιτήδειων που με άνομους τρόπους κατόρθωσαν να κερδίσουν τις καλύτερες θέσεις. Oχι μόνο στις λαϊκές, αλλά παντού. Διότι ο υπαρκτός συντηρητισμός, τον οποίο επαρκώς περιέγραψε ο κ. Κοδέλας, είναι πολύ χρήσιμος για εκείνους που επωφελούνται από την προηγούμενη στρεβλή ιεραρχία. Είτε αυτή η ιεραρχία αφορά τα μεγάλα είτε τα μικρά συμφέροντα σε βάρος των πολλών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 11.5.2014