Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν το καλό κοινωνικό κράτος και όχι οι χαοτικοί.
Την έκπληξή του ανακοίνωσε ο υπουργός Παιδείας, Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έβαλε τέλος στην προνομιακή εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα παιδιά των πολύτεκνων οικογενειών. Οπως έγραφε η «Καθημερινή» (12.3.2014) το ισχύον καθεστώς, που ανέτρεψε το ΣτΕ, «είχε ως αποτέλεσμα να εισάγονται στα ΑΕΙ υποψήφιοι με πάρα πολύ χαμηλή βαθμολογία. Χαρακτηριστικά, το 2011 από τις ειδικές κατηγορίες τριτέκνων και πολυτέκνων εισήχθησαν υποψήφιοι με 1.885 μόρια στη Φιλολογία Αθήνας, 2.604 στο Μαθηματικό Αθήνας, 7.258 στην Αρχιτεκτονική ΕΜΠ. Την ίδια στιγμή, από τη γενική σειρά υποψηφίων οι βάσεις ήταν 17.261 στη Φιλολογία, 15.769 στο Μαθηματικό και 21.715 στην Αρχιτεκτονική».
Εμπλεος… εκπλήξεως, ο κ. Αρβανιτόπουλος δήλωσε ηρωικά ότι «θα κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο σε νομοθετικό επίπεδο, προκειμένου να στηρίξουμε την πολύτεκνη και τρίτεκνη οικογένεια. Ιδιαίτερα μέσα στην κρίση, πρέπει να σταθούμε δίπλα σε όσα παιδιά κινδυνεύουν να στερηθούν το δικαίωμα στη δημόσια παιδεία».
Μπράβο στην ευαισθησία του κ. Αρβανιτόπουλου, μόνο που ο ίδιος δεν είναι υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας. Εχει ως αρμοδιότητά του τα θέματα Παιδείας. Δουλειά του είναι να λύνει τα προβλήματα των ΑΕΙ –δεν διακρίθηκε ιδιαίτερα σ’ αυτό– και όχι τις πραγματικές δυσχέρειες των τριτέκνων και πολυτέκνων. Για τα προβλήματα των ομάδων που έχουν ανάγκη κρατικής βοήθειας πληρώνουμε άλλους υπουργούς και υπαλλήλους σε άλλα υπουργεία.
Διαχρονικά οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα δεν δημιούργησαν ένα συνεκτικό δίχτυ προστασίας των ομάδων που χρήζουν κρατικής αρωγής. Αντί να χαράξουν ολοκληρωμένες πολιτικές (με γενναίες φοροαπαλλαγές και ενισχύσεις), αναγκάζουν όποιον έχει ανάγκη βοήθειας να τρέχει σε δέκα υπουργεία και σαράντα υπηρεσίες, για να παίρνει ψίχουλα βοήθειας, τα οποία ποτέ δεν αθροίζονται σε ένα ολόκληρο καρβέλι. Πέρα από τους θεσμοθετημένους φορείς, οι οποίοι έπρεπε να αναλάβουν ολόκληρο το βάρος, κοινωνική πολιτική ασκούν το υπουργείο Μεταφορών με τα μειωμένα εισιτήρια στις συγκοινωνίες, το Πολιτισμού με τα μειωμένα εισιτήρια σε εκδηλώσεις και αρχαιολογικούς χώρους, το Εργασίας με τον κοινωνικό τουρισμό, το Ανάπτυξης με τη ΔΕΗ, το Παιδείας με τις μετεγγραφές των φοιτητών κ.λπ.
Το αποτέλεσμα είναι πολλαπλώς επιβλαβές: 1) Οι πολίτες τρέχουν διαρκώς να καταθέτουν χαρτιά και χάνουν χρόνο τον οποίο θα μπορούσαν να τον αφιερώσουν σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες. 2) Το Δημόσιο πληρώνει επιπλέον υπαλλήλους, για να διεκπεραιώσουν το χαρτομάνι. 3) Η κρατική αρωγή είναι μονίμως λειψή. 4) Εμφιλοχωρούν στους λήπτες διάφοροι που δεν δικαιούνται τη βοήθεια. 5) Δεν μπορούμε να αποτιμήσουμε τα αποτελέσματα της βοήθειας: δεν ξέρουμε ποια κονδύλια πραγματικά βοηθούν αυτούς που έχουν ανάγκη, ώστε να τα αυξήσουμε, και πόσα πάνε στον βρόντο, για να τα περικόψουμε.
Από την εποχή του αλησμόνητου Μένιου Κουτσόγιωργα, που άρχισε τις προσλήψεις στο Δημόσιο με «κοινωνικά κριτήρια», στην Ελλάδα όλοι θεωρούν ότι πρέπει να κάνουν πρώτα κοινωνική πολιτική και μετά τη δουλειά τους, διαβρώνοντας διαρκώς την ποιότητα των προσφερόμενων δημόσιων υπηρεσιών. Γράφαμε και παλιότερα ότι οι καλοί λογαριασμοί κάνουν το καλό κοινωνικό κράτος και όχι οι χαοτικοί. Γι’ αυτό οι δαπάνες πρέπει να είναι στοχευμένες. Οχι μόνο σε ό,τι αφορά τους λήπτες, αλλά και σε ό,τι αφορά τους δότες. Δεν είναι ανάγκη όλοι οι υπουργοί να εμπλέκονται σε όλα, διότι όπου λαλούν πολλά κοκόρια κανείς δεν κάνει τη δουλειά του. Ολοι κάνουν σόου κοινωνικής ευαισθησίας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.3.2014