Πως ο μπαρμπα-Μήτσος βρέθηκε στο Σύνταγμα να βρίζει τους πολιτικούς, επειδή του έκαναν τα χατίρια.
Ο μπαρμπα-Μήτσος από τα Γρεβενά διατηρούσε ένα μικρό μαγαζάκι. Δούλευε Κυριακές και υπερωρίες χωρίς να πληρώνεται. Έκλεβε λίγο στο ζύγι –«για να τα φέρνει βόλτα»–, δήλωνε στην εφορία όσα ακριβώς χρειαζόταν για να μην πληρώνει, αλλά «ποιος δεν κάνει το ίδιο;».
Μεγάλωσε δυο παιδιά, τα σπούδασε και περιμένει να διοριστούν στο δημόσιο. Το μαγαζί έτσι κι αλλιώς δεν έχει μέλλον. Τώρα το έχει στο όνομα της γυναίκας του, για να συμπληρώνει τη σύνταξή του. Γι’ αυτή τη σύνταξη πλήρωσε πολλά στο παλιό Ταμείο Εμπόρων και νυν ΟΑΕΕ. Κάθε πρώτη του μηνός, επί 45 έτη, περνούσε ο εισπράκτορας…
Όποτε ο μπαρμπα-Μήτσος πήγαινε στο καφενείο, κάποιος του σφύριζε για τους εθνικούς κινδύνους που απειλούν τη χώρα. Όλοι –και ειδικά οι Τούρκοι– εξοπλίζονταν. Έτσι ο μπαρμπα-Μήτσος αγρίευε. Του τριβέλιζαν τ’ αυτιά για την ανισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και αυτός, ρητορικά τουλάχιστον, πλειοδοτούσε: «F15 οι Τούρκοι; F16 εμείς. Εκατό άρματα μάχης οι Τούρκοι; Διακόσια εμείς». Το περίεργο ήταν ότι όσα περισσότερα όπλα ήθελε ο μπαρμπα-Μήτσος, τόσα περισσότερα χρειάζονταν. Κάθε μέρα η ανισορροπία στο Αιγαίο χειροτέρευε. Και δώσ’ του φρεγάτες και δώσ’ του υποβρύχια. «Πάνω απ’ όλα η πατρίς» έλεγε, αλλά έκανε και δεύτερες σκέψεις: «Σάμπως θα τα πληρώσω εγώ; Να πληρώσουν αυτοί που έχουν. “Το κεφάλαιο”, που ’λεγε και ο Μπάμπης ο αριστερός».
Κάπως έτσι ψήθηκε και για την «Ολυμπιακή». Ένα εκατομμύριο την ημέρα κόστιζε, αλλά μόλις τον ρώτησαν «θες εθνικό αερομεταφορέα;», αμέσως απάντησε «ναι». Μπορεί να μην είχε δει αεροπλάνο στη ζωή του αλλά η λέξη «εθνικός» τον γαργαλούσε. Εξάλλου, όπως είχε πει και ο Μπάμπης ως έσχατο επιχείρημα για τη χρησιμότητα του κρατικού αερομεταφορέα, αν μας την έπεφταν οι Τούρκοι δεν έπρεπε να έχουμε πρόχειρα μερικά αεροπλάνα για να μεταφέρουν το στρατό μας στα νησιά;
Για εθνικούς λόγους τάχθηκε αναφανδόν και υπέρ της Ολυμπιάδας. Όταν τον ρώτησαν «θες να γυρίσουν οι Ολυμπιακοί στη χώρα που τους γέννησε;» αμέσως συγκινήθηκε: «Θέλει και ρώτημα; Μας ανήκουν και είναι απορίας άξιον πώς δεν γύρισαν ακόμη». Έβρισε την Κόκα-Κόλα και τους Αμερικανούς που μας έκλεψαν τη centennial Ολυμπιάδα του 1996, αλλά ανατρίχιασε όταν το 1997 ο μακαρίτης Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ είπε με σπαστά αγγλικά “and the city izzz… ATHENS!”. Ο μπαρμπα-Μήτσος ανήκε στο 97% των Ελλήνων που απαντούσε καταφατικά στις δημοσκοπήσεις για τους Ολυμπιακούς που μας ανήκουν.
Φυσικά, χάρηκε τόσο πολύ για τα μετάλλια της άρσης βαρών και για τα «ιπτάμενα παιδιά του», που χειροκροτούσε όταν η «πατρίς ευγνωμονούσα» τους προσλάμβανε τιμητικά στο δημόσιο. «Τόσοι και τόσοι μπαίνουν» σκέφτηκε, «στους ελλαδονίκες, βαλκανιονίκες, ολυμπιονίκες κ.λπ. θα κολλήσουμε;»
Κάθε λίγο και λιγάκι κάποιοι εθνικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί λόγοι ορθώνονταν για να ξοδεύει το κράτος περισσότερα. Πολιτικοί, συνδικαλιστικοί, πνευματικοί ταγοί της χώρας συμφωνούσαν στα παράθυρα της τηλεόρασης «για την αναγκαιότητα ίδρυσης κάποιων φορέων» ή την «ανάγκη ενίσχυσής τους, επειδή παράγουν πλούσιο και σημαντικό έργο», το οποίο χρειάζεται η πατρίς. Οι βουλευτές πλειοδοτούσαν στο καφενείο για «έργα πνοής στην περιφέρεια, που θα αλλάξουν το πρόσωπο του νομού», αρκεί να τους εξέλεγαν. «Είναι δυνατόν να έχει κέντρο γούνας η Καστοριά και να μην έχουμε ένα Ινστιτούτο Μελέτης Ξύλου στα Γρεβενά, εμείς που έχουμε τόσα κωνοφόρα δένδρα;» του έλεγαν κι εκείνος έβρισκε αμέσως δίκιο στο αίτημα: «Έλα ντε! Είναι δυνατόν να μας ρίχνουν έτσι;».
Κατά καιρούς, στα δίκαια αιτήματα του δικού του νομού προστίθεντο και άλλα δίκαια αιτήματα άλλων νομών ή και πιο απομακρυσμένων. Στην Κοζάνη ζητούσαν κέντρο μελισσοκομίας επειδή είχε η Νάουσα, και στην Αθήνα –κέντρο των γραμμάτων και των τεχνών– όλο και κάποιος φορέας με «πλούσιο και σημαντικό έργο» χρεοκοπούσε κι έπρεπε το κράτος να τον συνδράμει. Ο μπαρμπα-Μήτσος δεν είχε σχέσεις ούτε με τη μελισσοκομία ούτε με τα γράμματα, αλλά άκουγε τους ταγούς του έθνους και (στην καλύτερη περίπτωση) σιωπούσε. Εξάλλου, αυτός θα τα πλήρωνε; «Να πληρώσει το κεφάλαιο» που ’λεγε και το ΚΚΕ.
Έτσι, δεν μίλησε όταν ξαναστήθηκε η αγροφυλακή. Ήξερε ότι δεν χρειαζόταν, αλλά πάλι ψυχοπόνεσε όταν έμαθε ότι σε κάποιους υποσχέθηκαν πρόσληψη το 1993 (για να κάνουν αυτό που δεν χρειαζόταν) και μέχρι το 2006 δεν είχαν αρχίσει να πληρώνονται. Τι πάει να πει «δεν έχουν αντικείμενο»; Να γίνουν «οικολογική αστυνομία», όπως είπε κι ένας πολιτικο-πνευματικός ταγός του έθνους.
Ο μπαρμπα-Μήτσος ψυχοπονούσε με κάθε «δίκαιο αίτημα» και όλα τα αιτήματα ήταν δίκαια. Όποτε τον ρωτούσαν «να βγει η κυρα-Μαρία στη σύνταξη στα 50, επειδή πριν χρόνια έκανε τρία παιδιά;», εκείνος απαντούσε «ναι» ή δεν μιλούσε. Βλέπετε, τον αγριοκοίταζε και ο Μπάμπης ο Κουκουές στο καφενείο. Αυτός πάλι δεν το ’χε σε τίποτε να τον κράξει ως «νεοφιλελεύθερο», αν τολμούσε να ρωτήσει, «μα πρέπει να παίρνουν σύνταξη και οι κόρες των δημοσίων υπαλλήλων;». Ο μπαρμπα-Μήτσος δεν ήξερε τι σημαίνει η λέξη «νεοφιλελεύθερος», αλλά του ’χαν πει ότι είναι ο «ανάλγητος», λέξη που επίσης δεν γνώριζε.
Έτσι, κάθε φορά ο μπαρμπα-Μήτσος συναινούσε. Και για τα μικρά και για τα μεγάλα. «Να κάνουμε Εθνικό Κέντρο Χορού;» «Ε, άμα είναι “εθνικό” να το κάνουμε».
«Να κάνουμε Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης;» «Ε, άμα είναι ευρωπαϊκό, θέλει και ρώτημα;»
«Να δώσουμε επιδοτήσεις σε κάποιους που δηλώνουν επιχειρηματίες για να υπερτιμολογήσουν και τα μηχανήματα και να βοηθήσουν την ανάπτυξη;» «Μα τι λέτε; Η ανάπτυξη πάνω απ’ όλα».
«Ξέρεις, φωνάζουν κάτι αγρότες της Θεσσαλίας. Φυτεύουν βαμβάκι που δεν αγοράζει κανένας. Να τους δώσουμε 500 εκατομμύρια, όπως λέει ο βουλευτής τους, που είναι και υπουργός Γεωργίας;» «Φυσικά! Εγώ μόνο ξέρω πόσο σκληρή είναι η ζωή του αγρότη. Ο πατέρας μου ξεροστάλιαζε ολημερίς στο λιοπύρι».
«Ξέρεις, το λιμάνι δεν βγαίνει κι αποφασίσαμε να το δώσουμε στους Κινέζους. Γκρινιάζουν, όμως, οι λιμενεργάτες που θα χάσουν 50-100 χιλιάρικα το χρόνο. Να τους δώσουμε κανένα 250άρι χιλιάρικα στον καθένα να πάν’ στην ευχή της Παναγίας, για να μη δημιουργηθεί κοινωνικό πρόβλημα;» «Δώσ’ τα, να μην έχουμε κοινωνικές εντάσεις, που λέει κι ο Μπάμπης».
«Πρέπει να δώσουμε και την Ολυμπιακή. Κοστίζει πολλά… Να χρυσώσουμε το χάπι στους εργαζόμενους βγάζοντάς τους στη σύνταξη στα 45, με 2-3 χιλιάρικα το μήνα;» «Μα για 1,16 δισ. θα κάνουμε τώρα θέμα; Παρακαλώ…»
«Το ποδόσφαιρο είναι το παιγνίδι του λαού, αλλά οι ΑΕ που το διαχειρίζονται έχουν πολλά χρέη. Να τους ξελασπώσουμε με μια ρύθμιση;» «Καλά, εισιτήρια δεν κόβουν; Τηλεοπτικά δικαιώματα δεν εισπράττουν;» «Πώς! Παίρνουν, αλλά κάνουν κι ακριβές μεταγραφές. Για σένα, βρε χαζέ… Για να έχεις καλό θέαμα και νίκες στην Ευρώπη». «Να τα ρυθμίσουμε. Εξάλλου, οι περισσότερες ΠΑΕ είναι θρησκεία. Όπως επιδοτούμε την ορθόδοξη, έτσι και τον ΠΑΟΚ. Μη μας πουν ότι δεν είμαστε κι ανεξίθρησκοι».
«Μια κι ανέφερες τα τηλεοπτικά δικαιώματα, ξέρεις, και τα κανάλια δεν βγαίνουν. Μην τους ζητάμε τώρα να πληρώσουν και τις συχνότητες που καταπάτησαν. Έχουν κι ένα προβληματάκι με χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία και κάποια κρούσματα φοροδιαφυγής. Να τα ρυθμίσουμε για χάρη της πολυφωνίας και της υγιούς δημοκρατίας;» «Ε, άμα είναι για την πολυφωνία της Μενεγάκη και του Ψινάκη, να το κάνουμε. Έτσι κι αλλιώς τζάμπα τους κάνω χάζι κάθε μέρα».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά περνούσε ο καιρός και ο αφανής λογαριασμός μεγάλωνε. Ο ένας υπουργός έφτιαχνε αγροτικό κανάλι. Προς δόξα της πολυφωνίας πλήρωνε 68 δημοσιογράφους, άσχετα αν το κανάλι δεν λειτούργησε ποτέ. Ο άλλος είχε συστήσει επιτροπές διανομής της αλληλογραφίας: «Ξέρετε πόσα λίγα παίρνει ένας άνθρωπος του υπουργού για να τρέχει όλη μέρα;». Κάποιος άλλος είχε κάνει προαστιακό σιδηρόδρομο στη Θράκη, όπου όλως τυχαίως εκλεγόταν. Διόρθωσε μια ιστορική αδικία, είπε. Κάθε υπουργός έφτιαχνε μερικούς φορείς. Έστηνε μια συνέντευξη τύπου για να διαλαλήσει πόσο πλούσιο και αναγκαίο έργο θα προσφέρει και προσλάμβανε κάποιους για να τον στελεχώσουν – «τόσα χρόνια σπούδασαν τα παιδιά, πού αλλού θα μπορούσαν να δουλέψουν;».
Και ο μπαρμπα-Μήτσος δεν γκρίνιαζε. Μπορεί κάποια πράγματα να του φαίνονταν υπερβολικά, αλλά όλα κάποιον ευγενή ή ανώτερο σκοπό εξυπηρετούσαν. Όσο για τα λεφτά, κανένα πρόβλημα. «Έχει ο Θεός!» σκεφτόταν. Θεός στη σύγχρονη Ελλάδα είναι το κράτος.
Κάποιο πρωί, όμως, εμφανίστηκαν στην πόρτα του τρεις ξανθόμαλλοι με ξενικά ονόματα. «Ξέρετε, χρωστάτε 30.000 ευρώ» του είπαν. «Εγώ;» ψέλλισε αποσβολωμένος ο μπαρμπα-Μήτσος. «Εσύ κι όλο σου το σόι» αγρίεψαν αυτοί. «Τριάντα χιλιάρικα εσύ και τριάντα η σύζυγος. Συν εξήντα των δύο παιδιών σας, 120.000. Έχεις και τέσσερα εγγόνια; Τελικό σύνολο 240.000». «Μα χρωστάνε και τα μωρά;» ξαναρώτησε ο μπαρμπα-Μήτσος. «Κυρίως αυτά» του απάντησαν βλοσυροί.
Τώρα ο μπαρμπα-Μήτσος βρίσκεται στο Σύνταγμα. Μουντζώνει τη Βουλή και φωνάζει «κλέφτες». Κοίταξε τους λογαριασμούς, για τους οποίους τόσο καιρό αδιαφορούσε, και βρήκε ότι αρκετοί από τους εθνικούς, κοινωνικούς, και πνευματικούς ταγούς ήταν ευαίσθητοι με το αζημίωτο. Δεν ξέρει, όμως, ή δεν θέλει να ακούσει ότι τα κλοπιμαία είναι μόνο ένα μικρό κλάσμα των 300 δισ. που χρωστά αυτός, τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ένα μεγάλο μέρος έγιναν έργα. Πολλά ήταν χρήσιμα, κάποια ήταν άχρηστα, αλλά όλα ήταν υπερτιμολογημένα. Οι εργολάβοι δεν έφτιαχναν μόνο δρόμους, χρηματοδοτούσαν και την περισσότερη πολυφωνία που υπήρξε ποτέ στην παγκόσμια ιστορία.
Ένα άλλο, μεγάλο επίσης, κομμάτι είναι οι «ευαισθησίες» που του καλλιεργούσαν. Κάποιες από αυτές χρειάζονταν. Η παιδεία, η υγεία, η προστασία των πραγματικά αδυνάτων. Άλλες, πάλι, ήταν εμμονές μιας γενιάς που δεν έζησε όπως έπρεπε τα σίξτις κι αποφάσισε με τα λεφτά του μπαρμπα-Μήτσου να ζει την καρικατούρα τους. Για παράδειγμα, όποτε μπούκαραν οι χουλιγκάνοι στα πανεπιστήμια και τα κατέστρεφαν, κανείς δεν γκρίνιαζε για το λογαριασμό. «Τα εργαστήρια ξαναφτιάχνονται, μπαρμπα-Μήτσο» του ’λεγαν. «Αν χαθεί το άσυλο, χανόμαστε όλοι». Στο κάτω-κάτω της γραφής, τα παιδιά πάλευαν για δημόσια και ισχυρή παιδεία, που ’λεγε και ο κυρ-Αλέκος.
Έτσι, λοιπόν, ο μπαρμπα-Μήτσος βρέθηκε στο Σύνταγμα να βρίζει τους πολιτικούς, επειδή του έκαναν τα χατίρια. Το περίεργο είναι ότι μαζί μ’ αυτόν βρίσκονταν και όλοι εκείνοι που του ζάλιζαν τ’ αυτιά «να κάνουμε το ένα και να πληρώσουμε το άλλο». Δεν μπορούσε να λείπει και ο Μπάμπης ο αριστερός. Αυτός φώναζε περισσότερο απ’ όλους. Μόλις είδε τον μπαρμπα-Μήτσο, του άνοιξε μεγάλη αγκαλιά. «Τα τιμημένα γηρατειά είναι πάντα μπροστά στους ταξικούς αγώνες. Ήρθε η ώρα, μπαρμπα-Μήτσο, να παλέψουμε για τα κοινωνικά μας δικαιώματα. Για να ξεπεράσουμε την κρίση πρέπει να προσλάβουμε άλλους 100.000 στο Δημόσιο…»
«Για περίμενε, ρε Μπάμπη» αντιμίλησε για πρώτη φορά ο μπαρμπα-Μήτσος. Ποιος θα τους πληρώσει αυτούς;»
«Μα το κεφάλαιο» απάντησε με ταξική υπερηφάνεια το επαγγελματικό στέλεχος του κόμματος.
«Ποιο κεφάλαιο, ρε Μπάμπη; Εδώ κρουαζιερόπλοιο δεν πλησιάζει στον Πειραιά, επειδή εσείς στήνετε καθημερινά μπλόκα. Θα έρθει το κεφάλαιο να βάλει λεφτά στην Ελλάδα;»
«Έ, όχι και να αλωνίζουν τη χώρα οι επενδυτές, μπαρμπα-Μήτσο! Είπαμε: η κρίση είναι καπιταλιστική και οι καπιταλιστές πρέπει να πληρώσουν. Είναι δεν είναι εδώ. Για την αναδιάρθρωση του χρέους πήρε τίποτε τ’ αυτί σου;»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Athens Voice» 3.6.2010