Δυστυχώς, σ’ αυτή τη χώρα δεν μάθαμε να λύνουμε προβλήματα. Από τα σκουπίδια μέχρι τα νεκροταφεία όλα καθυστερούν, μέχρι η αυθαιρεσία να μοιάζει η μόνη εφικτή λύση.
Στην Ελλάδα, για κάθε παρανομία υπάρχουν τρεις δικαιολογίες. Η πρώτη έχει να κάνει με «το καλό του λαού». Το ΠΑΜΕ, για παράδειγμα, καταστρέφει τον τουρισμό για το καλό των εργαζομένων. Παρανομεί εμποδίζοντας τα πλοία να αποπλεύσουν, αποκλείει ξενοδοχεία αναφερόμενο σε μια ανώτερη ηθική που συνοψίζεται στο σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη».
Τη δεύτερη δικαιολογία ανασύρουν όσοι παρκάρουν στο μέσον της Ακαδημίας. «Και πού να το βάλω;», ρωτούν τους αστυνομικούς όταν αυτοί φιλοτιμηθούν να κάνουν τη δουλειά τους. Η ίδια δικαιολογία χρησιμοποιείται και από χιλιάδες μικρομεσαίους που φοροδιαφεύγουν. «Δεν βγαίνουν» αν κόβουν όλες τις αποδείξεις και «θα κλείσουν το μαγαζί», αν πρέπει να πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές.
Η τρίτη δικαιολογία αφορά τις υπαρκτές αδυναμίες του κράτους. Oλοι διπλοπαρκάρουν διότι «το κράτος δεν φρόντισε να κάνει πάρκινγκ», πετούν σκουπίδια στον δρόμο διότι «η πολιτεία δεν μερίμνησε να βάλει τον κάδο στην απόσταση το χεριού τους». Οι γιατροί παίρνουν «φακελάκια» διότι «το κράτος τους δίνει μισθούς πείνας», ενώ οι καθηγητές κάνουν «μαύρα» ιδιαίτερα για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Ο δήμαρχος και ο μητροπολίτης Γλυφάδας έστησαν ολόκληρο παράνομο νεκροταφείο στα καμένα και για τους τρεις παραπάνω λόγους. Το κάνουν α) για το καλό του νεκρού –στην περίπτωση αυτή– λαού τους, β) δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο, γ) η πολιτεία δεν φρόντισε. Κι έτσι –προφανώς με πόνο ψυχής– άρπαξαν το κομμάτι του βουνού που τους βόλευε, το περιέφραξαν, έστησαν μια προκάτ εκκλησία και άρχισαν παραμονές Δεκαπενταύγουστου την επανάσταση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε παρανομία πλέον στη χώρα συνοδεύεται με επαναστατική ρητορεία. «Εγώ θα κάτσω στην πόρτα κι ας περάσει το τανκς από πάνω μου», είπε στο δημοτικό συμβούλιο ο μητροπολίτης Γλυφάδας κ. Παύλος, ενθυμούμενος προφανώς την εποχή που προέταξε τα στήθη του στην πύλη του Πολυτεχνείου. Ή, μήπως, δεν ήταν εκεί;
Σε κάθε επανάσταση, όμως, ο διάβολος κρύβεται στα ερωτήματα. Πρώτον: Γιατί έγινε καταπάτηση κρυφίως την Παρασκευή, παραμονές Δεκαπενταύγουστου; Δεν ήθελαν οι παράγοντες της Γλυφάδας τη μέγιστη δημοσιότητα στην επιτακτική ανάγκη που έχει ο δήμος τους; Δεύτερον: Aφού, σύμφωνα με την αντιπολίτευση, «υπάρχει μια έκταση 60 στρεμμάτων στον Υμηττό, σε παλαιό στρατόπεδο της Αεροπορίας, που έχει παραχωρηθεί από το 2009 για τη δημιουργία κοιμητηρίου», γιατί δεν προχώρησαν αυτήν την υπόθεση αντί να παρανομούν;
Τρίτον και κυριότερον: Yπολογίζεται ότι σήμερα στην Αττική υπάρχουν 20.000 άστεγοι. Αν οι νεκροί δικαιούνται μια τελευταία –έστω καταπατημένη– κατοικία, δεν δικαιούνται και οι ζωντανοί μια μόνιμη; Με τον κίνδυνο ότι δίνουμε ιδέες στην παλαβή Aριστερά, πώς θα φαινόταν στον επαναστάτη δήμαρχο αν μαζευόταν ένας ικανός αριθμός αστέγων να καταπατήσουν με το «έτσι θέλω» τον υπόλοιπο Υμηττό;
Δυστυχώς, σ’ αυτή τη χώρα δεν μάθαμε να λύνουμε προβλήματα. Από τα σκουπίδια μέχρι τα νεκροταφεία όλα καθυστερούν, μέχρι η αυθαιρεσία να μοιάζει η μόνη εφικτή λύση. Η τελευταία δείχνει να απαλύνει το πρόβλημα, αλλά τελικώς προσθέτει ένα επιπλέον πρόβλημα. Αυτό της γενικευμένης ανομίας που ζούμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.8.2011