Η απόσυρση της διαφήμισης για τις μπάμιες δεν αποτελεί προσβολή του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου. Είναι άσκηση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Το δικαίωμα στη βλακεία είναι αναφαίρετο. Μόνο που πρέπει να ασκείται ιδίοις εξόδοις. Δηλαδή, μπορεί κάποιος να χτυπήσει γροθιά σε μια τζαμαρία, αρκεί να είναι η δική του τζαμαρία. Το ίδιο ισχύει και για την ελευθερία του λόγου. Ο καθένας (πρέπει να) μπορεί να γράφει ό,τι θέλει, αλλά στο δικό του το χαρτί. Ο καθένας μπορεί να διακοσμεί το σπίτι του όπως θέλει –ακόμη και να το τοιχογραφήσει–, αλλά για να διακοσμήσει τον κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας, πρέπει να ζητήσει την άδεια των άλλων ενοίκων.
Αυτή είναι η μόνη διαφορά του λόγου που διαδίδεται εντύπως (ή με βιντεοκασέτες, ή διά του Διαδικτύου) και του λόγου που διαδίδεται διά των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που εκφέρει τον λόγο έχει απόλυτη κυριότητα του μέσου, στη δεύτερη περίπτωση μερική. Οι ραδιοσυχνότητες ως σπάνιος πόρος αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία. Παραχωρείται σε ιδιώτες με ένα συμφωνητικό, οι γενικές αρχές του οποίου περιγράφονται στο άρθρο 15.2 του Συντάγματος: «Ο άμεσος έλεγχος του κράτους… έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας».
Πρόσφατα προβλήθηκε από την ελληνική τηλεόραση μια διαφήμιση που δείχνει έναν άνδρα να φαντασιώνεται ότι επιστρέφει τη γυναίκα του στην πεθερά του, διότι βαρέθηκε να του μαγειρεύει μπάμιες. «Την κορούλα σου τη βλέπεις; Λοιπόν, σ’ την επιστρέφω όπως την πήρα: απείραχτη, αφόρετη και στη συσκευασία της», είναι το σλόγκαν. Οι φεμινίστριες ξεσηκώθηκαν. Η Γραμματεία Ισότητας των Φύλων προσέφυγε στο ΕΣΡ ζητώντας να αποσυρθεί το σποτ άμεσα επειδή «απογυμνώνει τη γυναίκα από την ανθρώπινη αξία της, εξισώνοντάς τη με αντικείμενο και εμπόρευμα…» και «οι απόψεις που προβάλλονται αναπαράγουν σεξιστικές στερεότυπες αντιλήψεις ως προς τους ρόλους, την αξία και τις ικανότητες γυναικών και ανδρών».
Από την απέναντι πλευρά ξεσηκώθηκαν οιμωγές περί λογοκρισίας συν το διαχρονικό γαρνίρισμα του συμψηφισμού. «Τόσα λέγονται και γράφονται, η φαντασίωση ενός άνδρα μάς πείραξε τώρα;»
Η συζήτηση, όμως είναι σε λάθος βάση. Μπορούμε να διαφωνούμε αιώνια αν η εν λόγω διαφήμιση προάγει, κατά το Σύνταγμα, «τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου». Για τον γράφοντα, η διαφήμιση και κακόγουστη ήταν και σεξιστική. Αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Νομικά δεν πρέπει να τεκμηριώνεται λογοκρισία στη βάση του γούστου του καθενός ούτε των πιθανών επιπτώσεων που μπορεί να έχει ο λόγος (π.χ. εχθροπάθεια). Μπορεί να τεκμηριωθεί, όμως, με βάση την ιδιοκτησία του μέσου. Τα ραδιοκύματα δεν είναι χωράφι των διαφημιστών ή των καναλαρχών για να εναποθέτουν εκεί ό,τι θέλουν. Αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία και η κοινωνία ορίζει (μέσα από τον διάλογο ή έστω και διαμάχες) τι θα μεταδίδεται. Καθένας πρέπει να έχει το δικαίωμα να τυπώνει σεξιστικά, αντισεξιστικά, καλόγουστα ή κακόγουστα, μηνύματα, αλλά δεν μπορεί π.χ. να τα τοιχογραφήσει στο σπίτι κάποιου άλλου.
Η απόσυρση, λοιπόν, της διαφήμισης δεν αποτελεί προσβολή του δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου. Είναι άσκηση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.3.2011