Αντί να συζητάμε τους όρους των αλλαγών, αρνούμαστε την πραγματικότητα μέχρι αυτή να εκδικηθεί.
Μέχρι το 1987 ο κρατικός έλεγχος στις ραδιοσυχνότητες ήταν ασφυκτικός. Ραδιογωνιόμετρα περιπολούσαν στους δρόμους για να πιάσουν τους ιδιώτες («ραδιοερασιτέχνες» ή «ραδιοπειρατές» λέγονταν τότε) οι οποίοι φαλκίδευαν το αποκλειστικό μονοπώλιο του κράτους στον «στρατηγικής σημασίας δημόσιο πόρο», όπως εθεωρούντο τότε οι συχνότητες. Οι τεχνολογικές εξελίξεις που θα δημιουργούσαν «αθέμιτο ανταγωνισμό» στο κρατικό μονοπώλιο της ΕΡΤ δεν ανησυχούσαν τους τότε κρατούντες. Ο Δημήτρης Μαρούδας έμεινε στην Ιστορία επειδή, με την έπαρση του κρατικομονοπωλητή, απείλησε ότι θα καταρρίψει τους δορυφόρους.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αντί να συζητήσει τους όρους απελευθέρωσης του -έτσι κι αλλιώς- σπάνιου πόρου, αντί να επεξεργαστεί ένα σχέδιο για τα μελλούμενα, επέμενε μέχρι τέλους στην πεισματική του άρνηση της πραγματικότητας. Μέχρι που η πραγματικότητα παρέσυρε τα τείχη και έγινε το «έλα να δεις και να ακούσεις». Η απελευθέρωση έγινε άναρχα. Οποιος πρόλαβε έστησε ένα αυθαίρετο στην μπάντα των συχνοτήτων, για να το μεταπωλήσει σε αστρονομικές τιμές. Το κράτος ουδέποτε πήρε κάποιο αντίτιμο για τη χρήση από ιδιώτες της δημόσιας περιουσίας. Οι όροι για το περιεχόμενο, οι οποίοι προκύπτουν εκ του Συντάγματος, κουρελιάστηκαν. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, κρατική ρύθμιση ακόμη δεν υπάρχει· οι θρυλούμενες άδειες ακόμη δεν έχουν εκδοθεί…
Κάπως έτσι δυστυχώς γίνονται τα πάντα στη χώρα. Αντί να συζητάμε τους όρους των αλλαγών, αρνούμαστε την πραγματικότητα μέχρι αυτή να εκδικηθεί. Αντί να σχεδιάζουμε λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα, διαδηλώνουμε εναντίον της. Η αλλαγή όμως είναι αναγκαία. Ερχεται σαρωτική, και εκ των πραγμάτων δεν υπάρχει χρόνος για να διαμορφώσουμε τις καλύτερες για το κοινωνικό σύνολο προϋποθέσεις.
Ετσι, διαδηλώνοντας αποτρέψαμε την αλλαγή του ασφαλιστικού που επιχείρησε ο κ. Γιαννίτσης, για να φτάσουμε σήμερα να κλαδεύουμε οριζοντίως τις συντάξεις επί δικαίους και αδίκους. Με τον ίδιο τρόπο η ισχυρή -όπως αποδεικνύεται από την άτακτη υποχώρηση της κυβέρνησης- πανεπιστημιακή κοινότητα ακύρωσε κάθε μεταρρύθμιση στον χώρο της ανώτατης παιδείας (από την αναθεώρηση του άρθρου 16, τις αλλαγές στα δημόσια ΑΕΙ κ.ά.) και η ανώτατη παιδεία έγινε ένα άδειο κουφάρι που σύντομα θα το σαρώσουν οι άνεμοι της εμπορευματοποίησης.
Ετσι, ύστερα από πολλά και δαπανηρά προγράμματα εξυγίανσης, κατέρρευσε η Ολυμπιακή για να τη δώσουμε κοψοχρονιά. Με τον ίδιο τρόπο θα καταρρεύσει και η ΔΕΗ για να τη δώσουμε καθ’ ολοκληρίαν, χωρίς να κρατήσει το κράτος αυτά που πρέπει να διατηρήσει.
Στον χώρο της αριστερής μπαρούφας όλα είναι «δημόσια αγαθά» και κάθε τομέας της οικονομίας θεωρείται «στρατηγικός». Δημιουργείται ένας «επαναστατικός» χυλός, από τον οποίο σιτίζονται προμηθευτές του Δημοσίου και συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ. Το χειρότερο δε είναι ότι σ’ αυτόν τον χυλό πνίγονται οι δημόσιες υποδομές που πρέπει να είναι υπό τον έλεγχο της κοινωνίας.
Στον διάλογο, λοιπόν, περί ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, πρέπει να ξεχωρίσουμε το ηλεκτρικό ρεύμα από το δίκτυο διανομής του. Το ηλεκτρικό ρεύμα -παρά τα όσα ισχυρίζονται οι σκανδαλωδώς αμειβόμενοι και μηδέποτε εργαζόμενοι συνδικαλιστές, σαν τον κ. Φωτόπουλο- δεν είναι κοινωνικό αγαθό. Δεν είναι σημαντικότερο π.χ. από το ψωμί, το οποίο διανέμεται διά της αγοράς, και μπορεί να παραχθεί πλέον από όλους όσοι έχουν στον ήλιο επιφάνεια.
Το «φθηνό οικιακό ρεύμα» της ΔΕΗ είναι μια φθηνή απάτη των συνδικαλιστών και των πατρώνων τους. Το πληρώνουν ακριβά και χωρίς να το συνειδητοποιούν οι Ελληνες πολίτες. Πρώτον, διά της κατανάλωσης: η ΔΕΗ τσεκούρωνε τις εμπορικές χρήσεις του ρεύματος, π.χ. στα σούπερ μάρκετ. Το επιπλέον κόστος των επιχειρήσεων ενσωματώνεται στις τιμές των προϊόντων που αγοράζουν οι καταναλωτές. Δεύτερον, ο κρατικός προϋπολογισμός πληρώνει -μέχρι φέτος- το κόστος ρύπων της ΔΕΗ, άνω του ενός δισ. ετησίως. Τρίτον, η ΔΕΗ χρησιμοποιεί δημόσιους πόρους -όπως είναι οι λιγνίτες και τα νερά- σχεδόν δωρεάν. Εχει στο περιουσιολόγιό της ολόκληρες λίμνες (π.χ. του Αλιάκμονα), που τις απέκτησε έπειτα από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ιδιωτικών περιουσιών σε εξευτελιστικές τιμές.
Συνεπώς, το «φθηνό» ηλεκτρικό ρεύμα είναι πολύ ακριβό. Από τα λεφτά μας πληρώνονται διάφοροι «εθνικοί προμηθευτές», οι πλασματικές υπερωρίες και τα υπερπολυτελή ταξιδάκια των συνδικαλιστών (μετά συζύγων και τέκνων) καθώς και κάθε άλλη σπατάλη της ΔΕΗ.
Χρόνια τώρα κυκλοφορεί ο αστικός μύθος ότι αν ιδιωτικοποιηθεί η παραγωγή, το ηλεκτρικό ρεύμα θα ακριβύνει. Δυστυχώς, η ονομαστική τιμή της κιλοβατώρας θα αυξηθεί ακόμη κι αν η παραγωγή παραμείνει κρατική. Αναγκαστικά θα ενσωματώσει από το 2013 το κόστος των ρύπων και κάποια στιγμή η ΔΕΗ θα πρέπει να πληρώσει για την εξόρυξη του λιγνίτη και για τη χρήση του νερού στα υδροηλεκτρικά εργοστάσια.
Ο ανταγωνισμός θα κάνει αυτή την αύξηση μικρότερη. Αν δημιουργηθεί αγορά, οι τιμές θα συμπιεστούν προς τα κάτω. Γι’ αυτό πρέπει να πουληθεί κάθε παραγωγική μονάδα της ΔΕΗ ξεχωριστά ώστε να μη δημιουργηθούν μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις.
Αντιθέτως, το δίκτυο διανομής είναι μονοπωλιακού χαρακτήρα· δεν μπορούν επιχειρήσεις να κάνουν ανταγωνιστικά δίκτυα. Εχει, δε, κοινωνικό ρόλο· είναι ασύμφορο για ιδιώτες να διασυνδέσουν απομακρυσμένες κοινότητες ή να συντηρήσουν τμήματα του δικτύου με χαμηλό φορτίο. Λογικά η ιδιωτικοποίησή του προσκρούει και σε ακόμη ένα εμπόδιο: σε πολλές περιπτώσεις το δίκτυο περνά μέσα από χωράφια ιδιωτών. Χρησιμοποιεί ιδιωτικές περιουσίες πολιτών.
Η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα για τις ιδιωτικοποιήσεις ουδέποτε εξειδικεύτηκε. Περισσεύουν τα συνθήματα και το δόγμα του φόβου που καλλιεργεί η Αριστερά για κάθε τι που είναι ιδιωτικό (ποιος θυμάται τα αεροπλάνα που θα έπεφταν σωρηδόν αν ιδιωτικοποιείτο η Ολυμπιακή;). Στο τέλος καταλήγουμε εξ ανάγκης να ιδιωτικοποιούμε στη χονδρική.
Αγαπάμε τόσο πολύ τον κρατισμό που φτάνουμε στο αντίθετο άκρο. Στην προσπάθειά μας να κρατήσουμε τα πάντα κρατικά, καταλήγουμε να ιδιωτικοποιούμε ακόμη κι εκείνα που θα έπρεπε να μείνουν υπό κοινωνικό έλεγχο. Επειδή το κράτος είναι κακός επιχειρηματίας, σωρεύει διαρκώς χρέη και ελλείμματα. Αυτά κάποια στιγμή γίνονται δυσβάστακτα και οδηγούμαστε σε εσπευσμένες και άκριτες ιδιωτικοποιήσεις. Οπως ακριβώς θα γίνει και με τη ΔΕΗ…
Η κινδυνολογία για τις ιδιωτικοποιήσεις
Στην Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, ευτυχώς δεν υπήρξε τα τελευταία είκοσι χρόνια αεροπορικό δυστύχημα. Παρά το γεγονός ότι ιδιωτικοποιήθηκε η Ολυμπιακή. Κι όμως, υπήρξε μια περίοδος που τα αεροπορικά δυστυχήματα ήταν στην πρώτη γραμμή της επιχειρηματολογίας των συνδικαλιστών που σιτίζονταν από τον «εθνικό μας αερομεταφορέα» και της συνήθους Αριστεράς που κινδυνολογούσε ότι οι «εταιρείες χαμηλού κόστους» (δηλαδή όσες δεν ήταν κρατικές) «βάζουν τα κέρδη πάνω από την ασφάλεια». Και τι δεν ακούγαμε τότε, δηλαδή το 2005 όταν η κυβέρνηση Καραμανλή είχε ανακοινώσει την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής!
«Η εμπορευματοποίηση και η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών αγαθών», μας προειδοποιούσε το ΚΚΕ, «και των λαϊκών αναγκών στις συγκοινωνίες (σ.σ.:!), στη διατροφή, στην υγεία, στη στέγη κ.λπ. συνεχώς αποδεικνύεται πως δεν οξύνουν μόνο τα προβλήματα του λαού, αλλά πως εξελίσσονται σε μια μεγάλη απειλή για την ασφάλεια και την ίδια του τη ζωή. Ο ηθικός αυτουργός αυτών των εγκλημάτων είναι η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η καθημερινή πρακτική αποδείχνει πως στο πλαίσιο του Μάαστριχτ και του ευρωμονόδρομου τα περιθώρια ελέγχου του κεφαλαίου και περιορισμού της ασυδοσίας του είναι από ελάχιστα έως ανύπαρκτα».
Ο «Συνασπισμός της Αριστεράς κ.λπ.» ανακοίνωνε πλασματικά στοιχεία της ΙΑΤΑ: «Τα στοιχεία της ΙΑΤΑ είναι αποκαλυπτικά (56 από τα 106 “δηλωμένα” δυστυχήματα αφορούν εταιρείες “χαμηλού κόστους”) για το πού έχει οδηγήσει ο αυτόματος πιλότος των ιδιωτικοποιήσεων των αεροπορικών εταιρειών. Αλλωστε, ο ανηλεής ανταγωνισμός τιμών και υπηρεσιών έχει οδηγήσει σε γενικότερη πίεση για υποβάθμιση των στάνταρντς ασφαλείας όλων των εταιρειών, δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Ενώ είναι προφανές ότι η αξιοποίηση των εξαιρετικών τεχνολογικών επιτευγμάτων σ’ αυτόν τον τομέα υπέρ του κοινωνικού συνόλου θα οδηγούσε σε συνεχή αναβάθμιση του επιπέδου ασφάλειας και των παρεχομένων υπηρεσιών». Να σημειώσουμε εδώ ότι η ΙΑΤΑ δεν χωρίζει τις εταιρείες σε «υψηλού» και «χαμηλού κόστους» (πώς θα μπορούσε άραγε;), αλλά μόνο τα αεροπλάνα σε δυτικής κατασκευής και χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, και με δεδομένη την ατολμία του πρωθυπουργού «άσ’ το γι’ αργότερα», η ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής καθυστέρησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, παρά το γεγονός ότι έχανε 1,5 εκατ. ευρώ ημερησίως. Η προπαγάνδα της «προόδου», για τους κινδύνους που είχε η ιδιωτικοποίηση, για τα οφέλη μιας κρατικής Ολυμπιακής, για τον πλούτο που έκρυβε το σήμα και τα περίφημα σλοτ, βρήκε ευήκοα ώτα και στην κυβέρνηση και στον πληθυσμό. Σε δημοσκόπηση που δημοσίευσε τότε κυριακάτικη εφημερίδα (και βάρυνε πάρα πολύ στις κυβερνητικές αποφάσεις), το 72% του δείγματος ήθελε «εθνική την Ολυμπιακή». Δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ αν με το «εθνική» εννοούσαν και «κρατική», αλλά η ολιγωρία μόνο εκείνης της τετραετίας κόστισε στο Δημόσιο περί τα 2,6 δισ. ευρώ. Οσα καλούμαστε τώρα να κόψουμε από τις συντάξεις.
Το ίδιο έργο θα ξαναδούμε και με τις ιδιωτικοποιήσεις μονάδων της ΔΕΗ. Θα ακούσουμε για αμύθητα πλούτη (σε άνθρακες) που έχει η ΔΕΗ, για τους κινδύνους μπλακ-άουτ κ.λπ., μέχρι τελικής απαξίωσης κι αυτής της εταιρείας και μέχρι να ξυπνήσουμε ένα πρωί και να αναρωτιόμαστε: «Μα πώς φτάσαμε στη χρεοκοπία;».
Διαβάστε
Πάνος Καζάκος, «Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944 – 2000», εκδ. Πατάκη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 5.8.2012