Η τηλεόρασή μας έχει μεταβληθεί σε ένα πανεθνικό παππού που κάθε λίγο και λιγάκι διηγείται τρομαχτικές ιστορίες στα εγγονάκια.
Αν παρακολουθήσει κάποιος τα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών καναλιών θα διαπιστώσει ότι τα περισσότερα θέματα ξεκινούν με κάποια από τις παρακάτω λέξεις: «Φόβος», «τρόμος», «απειλή», «αγωνία», «κινδύνευσαν», «λαχτάρησαν», «κινδύνους εγκυμονεί», «δοκιμασία» κ.λπ. Ακόμη και όταν ο φόβος και ο τρόμος δεν αναφέρονται ρητά υπάρχει, είτε ως μουσική υπόκρουση (που γδύνει τα θέματα από την πληροφορία), είτε στους μορφασμούς των ομιλούντων κεφαλών. Ακόμη κι αν δεν μας λαχταρήσει ο άνκορμαν, κάποιος από τους καλεσμένους νιώθει ότι πρέπει να κάνει αισθητή την παρουσία του στο τηλεοπτικό σύμπαν με ένα «μπου» στους τηλεθεατές.
Η τηλεόρασή μας έχει μεταβληθεί σ’ ένα πανεθνικό παππού που κάθε λίγο και λιγάκι διηγείται τρομακτικές ιστορίες στα εγγονάκια και τα συμβουλεύει να προσέχουν από το νερό που πίνουν, μέχρι την τομάτα που πλένουν και μέχρι τον Τούρκο που οφείλουν να μισούν.
Αυτό είναι εν μέρει φυσιολογικό. Στην κλασική του μελέτη «Διασκεδάζοντας μέχρι Θανάτου» (στα ελληνικά: εκδόσεις «Δρομέας») ο Νιλ Πόστμαν αναλύει διεξοδικά τη φύση της τηλεόρασης, ένα μέσο που δεν απευθύνεται στο έλλογο του ανθρώπου αλλά στο συναίσθημα. Κάθε ένας που θέλει να υπηρετήσει «ορθά» το Μέσον, να ανεβάσει τηλεθεάσεις (και συνεπώς το κασέ του) οφείλει να γαργαλήσει τα συναισθήματα του κοινού του. Πρέπει να κάνει μορφασμούς, να δείξει πως αγωνιά κι αν κάποιο δάκρυ λαμπυρίσει στα μάτια του ακόμη καλύτερα. Το σόου θέλει έντονες στιγμές. Ετσι κι αλλιώς η τηλεόραση δεν έχει χρόνο για ανάλυση. Βασίζεται στην εικόνα κι ένα δάκρυ στα μάτια μιας ομιλούσας κεφαλής κρατά τον τηλεθεατή λίγο περισσότερο στο δελτίο. Τουλάχιστον μέχρι να μάθει γιατί ο x πανελίστας κλαίει.
Ο άλλος τρόπος να κρατηθεί το δάκτυλο του τηλεθεατή μακριά από το τηλεκοντρόλ είναι ο καβγάς. Οσο πιο έντονος είναι ο τελευταίος τόσο καλύτερα πάει (βραχυχρόνια) το δελτίο. Γι’ αυτό η επιλογή του πάνελ δεν προσβλέπει στη μεγιστοποίηση της πληροφορίας που θα δοθεί στο κοινό για κάποιο θέμα, αλλά ελέγχει την πιθανότητα να προκληθεί καβγάς.
Με μια διεστραμμένη πρόφαση δημοκρατικότητας αναμειγνύονται επί ίσοις όροις οι μειοψηφικές απόψεις με τις πλειοψηφικές, σοβαροί ακαδημαϊκοί με φιλέριδες μαϊντανούς, επιστήμονες με παπάδες, κοινοβουλευτικά κόμματα με εξωκοινοβουλευτικούς ακροδεξιούς.
Ετσι σχετικά π.χ. με το «ευαγγέλιο του Ιούδα» δεν συζητούσαν ποτέ ειδικευμένοι επιστήμονες (θεολόγοι, ιστορικοί κ.λπ.) αλλά έπρεπε να υπάρχει κι ένας παπάς με λυμένο το ζωνάρι που θα μας έλεγε πόσο κινδυνεύει το έθνος και η ορθοδοξία. Στα θέματα των μεταναστών δεν συζητούν τις πολιτικές οι εκπρόσωποι των κομμάτων, αλλά εμφυτεύεται κι εκπρόσωπος ακροδεξιού γκρουπούσκουλου για να τονίσει τους κινδύνους που απειλούν το έθνος.
Αν ο μακαρίτης Νιλ Πόστμαν δεν ήταν Αμερικανός κι έγραφε το βιβλίο του με βάση την ελληνική τηλεοπτική εμπειρία, θα το τιτλοφορούσε αλλιώς: «Τρομάζοντας μέχρι θανάτου». Η ελληνική τηλεόραση, σε αντίθεση με τις ξένες, δεν παράγει όλη την γκάμα των συναισθημάτων. Παράγει μόνο φόβο.
Αυτό δεν έχει να κάνει με τα χρωμοσώματα της φυλής ούτε με το γεγονός ότι τα πάνελ διανθίζονται από ημιμαθείς μουρτζούφληδες, που είναι πρόθυμοι κάθε στιγμή να τσακωθούν. Εχει να κάνει με το γεγονός ότι ο τρόμος είναι το πιο εύκολο και το πιο φθηνό στην παραγωγή συναίσθημα.
Το χιούμορ είναι δύσκολο και ακριβό. Ο προβληματισμός, που ταυτόχρονα διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του τηλεθεατή, πανάκριβος. Η συνταγή για να λαχταρήσεις κάποιον είναι απλή: εκκινείς από ένα αληθές γεγονός (σ.σ.: αυτό δεν είναι πολλές φορές προαπαιτούμενο) και το προβάλλεις τρομαχτικό στο μέλλον. Το διανθίζεις με δηλώσεις ειδικών που ταιριάζουν στο εφιαλτικό σκηνικό του μέλλοντος και το «ρεπορτάζ» είναι έτοιμο: «τρόμο προκαλεί…». Ακόμη κι ένας άρτι απόφοιτος κάποιου ΙΕΚ δημοσιογραφίας μπορεί να το κάνει.
Για την καρμίρικη ελληνική τηλεοπτική δημοσιογραφία, ο φόβος είναι το μόνο συναίσθημα που ταιριάζει. Και γι’ αυτό τον παράγει σε τέτοιες μεγάλες ποσότητες…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 10.6.2006