Ο δρόμος προς την γραφειοκρατία είναι πάντα στρωμένος με καλές προθέσεις.
Κάθε φορά που κοιτάμε το Δημόσιο καταλήγουμε πως η ευελιξία που οι σύγχρονες ανάγκες των πολιτών απαιτούν χάνεται στα γρανάζια της γραφειοκρατίας.
Ο δρόμος προς τη γραφειοκρατία, όμως, είναι πάντα στρωμένος με καλές προθέσεις. Χρειάζεται για μην αυθαιρετούν οι δημόσιοι λειτουργοί, αλλά με τον καιρό γίνεται αποκούμπι για την αδράνειά τους. Η γραφειοκρατία ξεκινά ως όρος για τη διαφάνεια των δημοσίων πραγμάτων και καταλήγει ένας σκοτεινός λαβύρινθος όπου ούτε διαφάνεια υπάρχει, αλλά ούτε αποτελεσματικότητα.
Παραγωγός της γραφειοκρατίας σ’ ένα μηχανισμό είναι η έλλειψη της εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών του. Οσο φθίνει το «κοινωνικό κεφάλαιο», όπως το όρισε ο Φράνσις Φουκογιάμα στο κλασικό βιβλίο του «Εμπιστοσύνη», τόσες περισσότερες διαδικασίες ελέγχου των κρατικών μηχανισμών απαιτούνται. Ταυτόχρονα, όμως, όσο πληθαίνουν οι διαδικασίες ελέγχου, τόσο το σύστημα γίνεται βαρύ και δυσκίνητο.
Στην ελληνική κοινωνία το κοινωνικό κεφάλαιο που ονομάζεται «Εμπιστοσύνη» βρίσκεται στο ναδίρ. Αυτό πιστοποιείται από την απαίτηση για όλο και περισσότερα νομοθετικά μέτρα. Πιστοποιείται επίσης από το γεγονός ότι απλές ρυθμίσεις διαφάνειας που παλαιότερα ήταν μέρος του ηθικού κώδικα της πολιτικής έφτασαν σε επίπεδο συνταγματικής ρύθμισης (π.χ. το ασυμβίβαστο εργασίας των βουλευτών). Στην ελληνική κοινωνία, το έλλειμμα εμπιστοσύνης -μεταξύ των μελών της και μεταξύ κράτους-πολιτών (αμφίδρομα)- δημιουργεί ένα βαρύ νομικό πλαίσιο που καταστρέφει κάθε ευελιξία. Το ΑΣΕΠ, όπως επίσης και η πίεση για δημιουργία όλο και περισσότερων ανεξάρτητων αρχών, είναι παράγωγο αυτού του ελλείμματος.
Οι γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες που βιώνουμε είναι εν μέρει κοινωνική απαίτηση. Το γεγονός ότι τα νοσοκομεία δεν έχουν προσωπικό οφείλεται στο αίτημα της διαφάνειας, το οποίο φυσικά εδράζεται σε ιστορικούς λόγους (κομματικό κράτος). Ομως υπάρχει και κάτι περισσότερο…
Η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης επιδείνωσε το έλλειμμα εμπιστοσύνης. Ο εγγενής κιτρινισμός του Μέσου μαζί με την ανηλεή ανταγωνισμό, αφενός δημιούργησε φοβίες στον πληθυσμό κι αφετέρου οδήγησε την πολιτική σε μέτρα που πρόσθεσαν τρομακτικές δυσλειτουργίες. Ενα κλασικό παράδειγμα είναι ο νόμος απαγόρευσης του ηλεκτρονικού τζόγου. Το υπαρκτό, αλλά προσωπικό, πρόβλημα κάποιων στην επαρχία έγινε μια σειρά εκπομπών του κ. Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, στις οποίες κυριαρχούσε η καταγγελία για υψηλή «πολιτική προστασία» των βαρώνων του τζόγου.
Η απάντηση του πολιτικού συστήματος στον λαϊκισμό της τηλεόρασης ήταν ένας δρακόντειος νόμος που αν εφαρμοζόταν η χώρα έπρεπε να αποβάλει την ηλεκτρονική τεχνολογία. Προκειμένου να κλείσει κάθε παράθυρο, ο νόμος ρητά απαγορεύει τη χρήση κάθε μηχανής που έχει ενσωματωμένο ηλεκτρονικό παιχνίδι. Επειδή όμως όλοι οι υπολογιστές έχουν παιχνίδια, η ελληνική νομοθεσία τυπικά απαγορεύει και τη χρήση τους.
Παράλογο; Οχι. Η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου (κάτι που υπό την καθοδήγηση της τηλεόρασης έγινε κοινωνική απαίτηση) όφειλε να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι και οι «πασιέντζες» που βρίσκονται σε κάθε PC μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ηλεκτρονικό τζόγο. Με το πολιτικό σύστημα υπό κατηγορία ότι προστατεύει τον τζόγο, η μόνη απάντηση ήταν ο δρακόντειος νόμος που υπερψηφίστηκε απ’ όλα τα κόμματα. Ετσι, δεκάδες internet-cafe έκλεισαν, ενώ για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων ηλεκτρονικής προστέθηκε ένα ακόμη δικαιολογητικό, το οποίο «εξασφαλίζει» ότι τα προϊόντα δεν θα χρησιμοποιηθούν για ηλεκτρονικό τζόγο. Αλλά το έλλειμμα εμπιστοσύνης πάλι δεν καλύφθηκε. Ολοι «γνωρίζουν» πως κάπου, κάποιοι τζογάρουν.
Γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε κάθε φορά που το έλλειμμα εμπιστοσύνης μάς οδηγεί να αναρωτιόμαστε «μα, πού είναι το κράτος;». Οι προσευχές μας ενίοτε εισακούονται…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 1.7.2006