Οι δημοσκοπήσεις χαρακτηρίζονται από τους πολιτικούς «χρήσιμο εργαλείο». Μόνο που είναι παραπλανητικός οδηγός.
Είναι ευτύχημα που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν συμβουλεύτηκε τις δημοσκοπήσεις πριν προωθήσει την ιστορική απόφαση για ένταξη της χώρας μας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Οπως απέδειξαν οι εκλογές του 1981, το μέτωπο κατά της ένταξης (που απάρτιζαν το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, έστω και αν αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι η αντίθεση του ΠΑΣΟΚ ήταν απλώς σε ρητορικό επίπεδο) συγκέντρωσε το 60% των ψήφων. Σίγουρα οι δημοσκοπήσεις της εποχής θα συμβούλευαν την πολιτική ηγεσία να παγώσει την ένταξη. Ευτυχώς για την χώρα, ο τότε πρωθυπουργός μάς έριξε στα βαθιά να «μάθουμε κολύμπι», διότι αλλιώς σήμερα θα εκλιπαρούσαμε μαζί με την Τουρκία να μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οι δημοσκοπήσεις χαρακτηρίζονται από τους πολιτικούς «χρήσιμο εργαλείο». Μόνο που είναι παραπλανητικός οδηγός. Τουλάχιστον όταν μένουμε στην πρώτη ανάγνωση. Ασχετα με τις προθέσεις των δημοσκόπων, το βασικό πρόβλημα είναι πως οι ερωτήσεις στα γκάλοπ δεν μπορούν να συμπεριλάβουν την πολυπλοκότητα του κόσμου. Γι’ αυτό απλοποιούν σύνθετες πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες στο δίπολο «ναι – όχι».
Αφαιρούν, μάλιστα, το σημαντικότερο στοιχείο για τη λήψη μιας απόφασης: το κόστος. Είτε αυτό είναι κόστος αλλαγής, είτε συντήρησης. Για παράδειγμα, προ καιρού εμφανίστηκε μια δημοσκόπηση στην οποία το 70% των πολιτών τάσσεται υπέρ της διατήρησης του «εθνικού μας αερομεταφορέα». Είναι σίγουρο πως αντίστοιχα και μεγαλύτερα ποσοστά θα κέρδιζε και ένα ερώτημα «είστε υπέρ της ίδρυσης Εθνικής Διαστημικής Υπηρεσίας στα πρότυπα της NASA;» «Ναι», θα απαντούσαμε άπαντες με εθνική υπερηφάνεια, αλλά δεν είναι σίγουρο πώς θα αντιδρούσαμε όταν διά των φορολογικών δηλώσεων θα ερχόταν ο λογαριασμός. Τα «εθνικά γούστα», βλέπετε, θέλουν βαθιές τσέπες, κάτι που δεν μπορεί να αποτυπωθεί στις δημοσκοπήσεις.
Αυτό κυρίως που αποκρύπτουν τα γκάλοπ είναι το κόστος της συντήρησης μιας κατάστασης. Το κόστος μιας αλλαγής (π.χ. για την ίδρυση Εθνικής Διαστημικής Υπηρεσίας) μπορεί κάπως να αποτυπωθεί αριθμητικά: τόσα ευρώ ανά φορολογούμενο. Το κόστος συντήρησης ενός συστήματος που σαπίζει είναι πολύ πιο σύνθετο. Για παράδειγμα, ουδείς κατανοεί τη ζημιά στην ποιότητα της εκπαίδευσης που προξενεί η ύπαρξη ενός αλαλούμ προγράμματος σπουδών, με το οποίο ένας φοιτητής μπορεί να εξετάζεται στη χειρουργική χωρίς να περάσει την ανατομία. Η υποβάθμιση της διδασκαλίας φοιτητών που δεν έχουν κοινό γνωστικό υπόβαθρο δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε ευρώ. Το κόστος όμως είναι υπαρκτό και οι απαντώντες ούτε καν το φαντάζονται.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Τα απλοϊκά ερωτήματα αναγκαστικά παράγουν απλοϊκές απαντήσεις και αυτές μεταμορφώνονται σε κοινωνική πίεση, για να καταλήξουν λαϊκίστικη πολιτική. Τα γκάλοπ έχουν κάτι από την αύρα της Αμεσης Δημοκρατίας («φωνή λαού…») και ουδείς αποτολμά να αναρωτηθεί αν αποτελούν τον καλύτερο οδηγό για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Σε ένα μακροσκελές άρθρο και υπό τον προκλητικό τίτλο «Γιατί οι κυβερνήτες πρέπει να αδιαφορούν για τις δημοσκοπήσεις», ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ιλινόις Ρόμπερτ Γουάισενμπεργκ αναφέρει ότι τα γκάλοπ είναι άχρηστα στην χάραξη πολιτικής. «Οι επιλογές ενός πολιτικού και οι απαντήσεις των δημοσκοπήσεων ζουν σε διαφορετικούς κόσμους», γράφει. «Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και σπάνια είναι εφικτές οι άριστες ή οι δεύτερες καλύτερες λύσεις… Aκόμη και οι καλύτερες από τεχνικής άποψης δημοσκοπήσεις, απαγορεύουν στον ερωτώμενο να “γίνει πολιτικός”, να βολευτεί με μια μη ιδανική επιλογή…».
Ετσι, στην καλύτερη των περιπτώσεων οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν τον κόσμο των ιδεατών επιλογών.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι δημοσκοπήσεις αποπλανούν τους ερωτώμενους και παραπλανούν τους πολιτικούς. «Τα γκάλοπ», γράφει o Γουάισενμπεργκ, «δεν προσφέρουν αξιόλογες συμβουλές για τη χάραξη της πολιτικής. Απλώς μετρούν την υπαρκτή επιθυμία του κοινού για ένα ιδανικό κόσμο».
Αυτό πιθανόν να εξηγεί και τα αντιφατικά αποτελέσματα που παρουσιάζονται σε πολλές δημοσκοπήσεις. Στον κόσμο του ιδεατού -τον οποίο κατά Γουάισενμπεργκ αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις- δεν χρειάζεται να υπάρχει λογική συνοχή. Είναι σαν τον «κόσμο των θαυμάτων» που περιέγραψε ο Λιούις Κάρολ: Τα πάντα μπορούν να συνυπάρχουν, μαζί με τα αντίθετά τους…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.7.2006