Αντί να επικριθεί η κυβέρνηση διότι έχει μια βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας της και δεν αποφασίζει να την απασφαλίσει, επικρίνεται διότι αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει μια βόμβα. Αντί να ερωτηθεί τι θα κάνει με τα «μαύρα χάλια» των ταμείων, ερωτάται γιατί το αναφέρει έστω …εγκυκλοπαιδικά.
Στην ελληνική κοινωνία κατά καιρούς δημιουργούνται διάφορα «ταμπού». Κυρίως με την ευθύνη των δημοσιογράφων. Εκείνοι στοχεύουν σε μια λέξη-έννοια, σε ένα πρόβλημα κι αλίμονο στον πολιτικό που θα τολμήσει να την εκστομίσει. Η διαδικασία συνήθως απαιτεί βαθιά άγνοια των προβλημάτων και ένα ελάχιστο επίπεδο θράσους. Το ζήσαμε πολλάκις -κι άλλες τόσες το πληρώσαμε- σε διάφορα θέματα που είχαν βαφτιστεί «εθνικά»: από το νεομακεδονικό μέχρι την υπόθεση «ντόπινγκ». Σε περιόδους εθνικής (υπό τον κ. Κεντέρη) ομοψυχίας ουαί κι αλίμονο αν κάποιος πολιτικός τολμούσε να πει μια «αιρετική» κουβέντα. Πρώτοι οι δημοσιογράφοι θα έπεφταν με νύχια γαμψά και δεύτεροι οι αντίπαλοι πολιτικοί σαν όρνια θα τρέφονταν με τα πολιτικά απομεινάρια.
Το νέο «πρόβλημα ταμπού» στην ελληνική κοινωνία ονομάζεται ασφαλιστικό. Όλοι ξέρουμε που βαδίζει. Όλοι γνωρίζουμε ότι όλο και λιγότεροι νέοι άνθρωποι μπαίνουν στην παραγωγή και όλο και περισσότεροι βγαίνουν συνταξιοδοτούμενοι. Κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί να προβάλλει τα δεδομένα στο άμεσο μέλλον και να πει το εξής απλό: «παιδιά το σύστημα δεν βγαίνει. Τόσα έσοδα, τόσα έξοδα, τόσα ελλείμματα. Άρα κάποια στιγμή πρέπει να το ξανασκεφτούμε!» Το είπε ο κ. Θοδωρής Ρουσσόπουλος κι άρχισε να ξαναπαίζει το γνωστό σενάριο: «Απασφάλισε το ασφαλιστικό», «Ανοίγει το ασφαλιστικό», «βρε, τι πάθαμε!» κ.λ.π.
Τι ακριβώς είπε ο κ. Ρουσσόπουλος. Το πολύ απλό και πολύ λογικό: Στη ζωή όλα αλλάζουν και κάποια στιγμή στο μέλλον θα πρέπει να ξανασκεφτούμε το ασφαλιστικό σύστημα. Συγκεκριμένα είπε: «Η κυβέρνηση δεν προτίθεται να φέρει ασφαλιστικό νομοσχέδιο… Διάλογος θα γίνει για πάρα πολλά θέματα. Είμαστε κυβέρνηση που θέλει να κάνει διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους και το έχει κάνει, ήδη, πράξη… Μία κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της, τη δουλειά και τη χώρα που υπηρετεί, πρέπει να είναι σε θέση να προβλέψει και να συζητήσει τα ασφαλιστικά συστήματα, όπως και όλα τα συστήματα έχουν κάποια στιγμή ένα τέλος.» Αυτό το απλό και λογικό θεωρήθηκε περίπου ιεροσυλία!
Έτσι έχουμε αντιστροφή -μην πούμε διαστροφή- της πραγματικότητας. Αντί να επικριθεί η κυβέρνηση διότι έχει μια βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας της και δεν αποφασίζει να την απασφαλίσει, επικρίνεται διότι αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει μια βόμβα. Αντί να ερωτηθεί τι θα κάνει με τα «μαύρα χάλια» των ταμείων, ερωτάται γιατί το αναφέρει έστω …εγκυκλοπαιδικά.
Πρέπει κάποια στιγμή να σοβαρευτούμε σ’ αυτή τη χώρα. Όλοι ξέρουν, όλοι γνωρίζουμε ότι το ασφαλιστικό πρόβλημα μπορεί να σπρώξει την ελληνική κοινωνία σε τραγικές καταστάσεις. Πρέπει να το συζητήσουμε. Όχι αύριο που είπε ο κ. Ρουσσόπουλος. Τώρα κι ας είναι αργά. Να αποφασίσουμε από πού θα χρηματοδοτείται. Οι αναλογιστικές μελέτες των Βρετανών έδειξαν ότι την επόμενη εικοσαετία θα χρειαστεί το 16% του ΑΕΠ για να συντηρηθεί το σύστημα. Είμαστε αποφασισμένοι να πληρώνουμε 2 στα 10 ευρώ που βγάζουμε για συντάξεις; Τότε δεν υπάρχει θέμα συζήτησης του ασφαλιστικού. Μήπως όμως δεν είμαστε και πρέπει να ψάξουμε άλλους τρόπους χρηματοδότησης, π.χ. αύξηση της οικονομικής μετανάστευσης;
Το να κουκουλώνουμε τα προβλήματα, υπό το δόγμα «ποιος ζει, ποιος πεθαίνει (για να πάρει σύνταξη)» είναι ένας θαυμάσιος δρόμος για να ψάχνουμε ένα πρωί ποιος φταίει που κατέρρευσε το ασφαλιστικό. Οι σοβαρές πολιτικές δυνάμεις δεν λειτουργούν με «μεροδούλι, μεροφάι, στιχουργική περί διαγραμμάτων». Πρέπει να λειτουργήσουν στρατηγικά. Και για να υπάρξει στρατηγική σε ένα τόσο κρίσιμο τομέα, όπως είναι το ασφαλιστικό, πρέπει να γίνει ευρεία συζήτηση για το νέο θέμα ταμπού που προέκυψε στην ελληνική κοινωνία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 19.9.2004