Υπάρχει μια διάχυτη φιλολογία ότι οι πολιτικοί μας είναι τόσο εκβιάσιμοι που δίνουν έργα με βάση τα μονόστηλα των παραπολιτικών. Όλοι πιστεύουμε ότι γίνεται, αλλά ποτέ δεν το συγκεκριμενοποιήσαμε. Ίσως γι’ αυτό δεν μας πέρασε ποτέ από το μυαλό να νομοθετήσουμε την τιμωρία της εκβίασης καθ’ αυτή, και τιμωρούμε τη δυνατότητα.
«Δεν πρέπει να εξετάζουμε την νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί λάθος.»
Lynton Baines Johnson
Στην «όμορφη και παράξενη πατρίδα» μας υπάρχουν πολλά παράδοξα. Το πρώτο: Ενώ σ’ όλο τον κόσμο οι πολιτικοί ρύθμισαν με δρακόντειους νόμους την διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, που είναι οι συχνότητες, και απέφυγαν ν’ αγγίξουν την ελευθεροτυπία, στην Ελλάδα από το 1989 κι εντεύθεν συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο. Η δημόσια περιουσία ρίχτηκε χύδην στο παζάρι κι όποιος ήθελε άρπαξε συχνότητα (την οποία τώρα χρησιμοποιεί ή μεταβιβάζει, κατά το δοκούν) ενώ η ελευθερία του Τύπου ρυθμίζεται με τόση λεπτομέρεια, που τυπικώς πλέον δεν αποτελεί ελευθερία. Έτσι, κατά πως θα έλεγε και ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Έλλην νομοθέτης «ρίχνει να πιάσει ψάρια, πιάνει φτερωτά, στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά». Αφήνει επί 15 έτη τώρα αρρύθμιστα αυτά που πρέπει να ρυθμιστούν και ρυθμίζει μέχρι ανελευθερίας εκείνα που πρέπει να μείνουν αρρύθμιστα.
Το δεύτερο παράδοξο είναι λίγο πιο σύνθετο. Το σκεπτικό πίσω από την συνταγματική επιταγή και τις νομοθεσίες περί βασικού μετόχου είναι επικίνδυνα απλοϊκό. Στη ρηχή δημόσια συζήτηση που κυριαρχεί, ειδικά στον τομέα των ελευθεριών, δεν εξετάσαμε το απλό: αν αυτές οι νομοθεσίες τιμωρούν πράξεις, ή την δυνατότητα για πράξεις. Με άλλα λόγια: είναι πραγματικά κακό να εκβιάζονται οι πολιτικοί δια των ΜΜΕ για να δίνουν έργα. Βέβαια ποτέ δεν ακούσαμε συγκεκριμένη καταγγελία ότι ο τάδε πολιτικός εκβιάστηκε από τον δείνα επιχειρηματία για να πάρει το x έργο. Υπάρχει όμως μια διάχυτη φιλολογία ότι οι πολιτικοί μας είναι τόσο εκβιάσιμοι που δίνουν έργα με βάση τα μονόστηλα των παραπολιτικών. Όλοι πιστεύουμε ότι γίνεται, αλλά ποτέ δεν το συγκεκριμενοποιήσαμε. Ίσως γι’ αυτό δεν μας πέρασε ποτέ από το μυαλό να νομοθετήσουμε την τιμωρία της εκβίασης καθ’ αυτή, και τιμωρούμε τη δυνατότητα. Με άλλα λόγια έχουμε ένα νόμο τόσο παράδοξο, όσο παράδοξη θα ήταν μια διάταξη που απαγορεύει την κατοχή μαχαιριών διότι μ’ αυτά δύναται κάποιος να σκοτώσει.
Το τρίτο παράδοξο είναι πως όλοι οι επιφανείς νομοδιδάσκαλοί μας στέκονται στα πάντα περί του νόμου πλην της ελευθερίας. Για παράδειγμα χθες ο καθηγητής κ. Αντώνης Μανιτάκης έγραψε πως «Η συζήτηση, χωρίς προσχήματα και πολιτικαντισμούς, για το νέο νόμο χρειάζεται κατά την γνώμη μου να επικεντρωθεί σε δύο άξονες: α) πόσο εφαρμόσιμος και αποτελεσματικός είναι σε σχέση με την προϊσχύουσα νομοθεσία και β) πόσο υπηρετεί τις αρχές της “διαφάνειας”, της “πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης”, της μη “συγκέντρωσης και ελέγχου περισσοτέρων μέσων ενημέρωσης” και κυρίως της αποτροπής αθέμιτων μέσων επηρεασμού και εξάρτησης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.» («Νόμοι πολλοί, αποτελέσματα κανένα», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 16.1.2005). Και η ελευθερία του Τύπου; Προφανώς είναι ήσσονος σημασίας ζήτημα, κάτι που εξάλλου πιστοποιείται και από το άρθρο 14 του Συντάγματός μας -το οποίο παρεμπιπτόντως ένας δικτάτορας δεν θα χρειαστεί να το αναστείλει για να κάνει τη δουλειά του. Απλώς θα πρέπει να το εφαρμόσει.
Το τέταρτο παράδοξο είναι ότι ενώ όλοι ομολογούν την αδυναμία τέτοιων νόμων να πατάξουν την διαπλοκή (π.χ. «Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης επιχειρεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό, αλλά οι σχετικές διατάξεις περί “παρένθετων προσώπων” δεν εξασφαλίζουν τη δυνατότητα έρευνας για τυχόν κρυφή χρηματοδότηση ή για ασκούμενη καθοιονδήποτε τρόπο επιρροή προσώπου στη λειτουργία επιχειρήσεων ΜΜΕ. Με ποιο τρόπο, δηλαδή, θα ελεγχθούν οι τυχόν “αχυράνθρωποι” ή και οι “αόρατοι” ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ΜΜΕ. Η δυσχέρεια εντοπισμού τέτοιων προσώπων είναι υπαρκτό ζήτημα και η ομολογία αυτής της δυσχέρειας είναι αναγκαία.» (Φώτης Κουβέλης, «Ασάφειες, ελλείψεις, αντιφάσεις», Κ.Ε., 16.1.2005) όλοι υπερθεματίζουν για περισσότερα (αναποτελεσματικά, ή δυσχερή στην εφαρμογή τους) μέτρα. Η λογική δηλαδή που έβαλε τον «βασικό μέτοχο» στο Σύνταγμα συνεχίζει να βασιλεύει.
«Ποια θα είναι η τύχη του νέου νόμου;», αναρωτιέται στην κατακλείδα του άρθρου του ο κ. Μανιτάκης. Να τολμήσουμε μια απάντηση: θα έχει την ίδια τύχη με τους προηγούμενους. Όσο οι πολιτικοί στέκονται περιδεείς απέναντι στα παραπολιτικά των εφημερίδων, όσο τρέμουν την οιονεί εξουσία των ΜΜΕ, όσο δεν αντιμετωπίζουν τα πολιτικά προβλήματα με πολιτικό τρόπο, η διαπλοκή θα βασιλεύει. Δεν θα χρειάζεται καν «βασικούς μετόχους». Θα γίνεται με λεφτά κάτω από το τραπέζι. Και τότε θα ψάχνουμε νέους νόμους που θα τιμωρούν την δυνατότητα να χρηματιστεί κάποιος…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 17.1.2005