Οι δημοσιογράφοι ξεχάσαμε ότι δουλειά μας δεν είναι να σώσουμε τον κόσμο, αλλά να τον ενημερώσουμε. Να μάθουν οι πολίτες όλες τις παραμέτρους μιας κατάστασης και να κινητοποιηθούν αυτοί για να σώσουν τον κόσμο.
Είναι κοινή η πεποίθηση ότι ο δημοσιογράφος είναι, ή οφείλει να είναι πολλά πράγματα. Είναι εξουσία, και μάλιστα τέταρτη! Στυλοβάτης του δημοκρατικού πολιτεύματος! Προστάτης των πτωχών και αδυνάτων! Πολεμιστής των εθνικών μας δικαίων! Μαχητής της πίστεως και της πατρίδος! Μερικοί έχουν γίνει μέχρι και τοποτηρητές των κατά τόπων οικολογικών ισορροπιών. Κάποιοι βέβαια υποπτεύονται ότι ο δημοσιογράφος είναι «διαπλεκόμενος», «αργυρώνητος», «κίτρινος», «υπηρέτης μεγάλων αφεντάδων» κ.λ.π.
Μπούρδες! Και τα πρώτα και τα δεύτερα.
Ο δημοσιογράφος είναι ένας εργαζόμενος που έχει μόνο μία υποχρέωση. Όχι προς το έθνος, ούτε προς το κοινωνικό σύνολο, ούτε καν προς το προλεταριάτο. Η υποχρέωση του δημοσιογράφου είναι μία και μόνο μία και αφορά την δουλειά του: πρέπει να ψάχνει, να βρίσκει και να δημοσιοποιεί την αλήθεια.
Παρένθεση: θα ήθελα να αποφύγουμε τις μεταμοντέρνες (σε εισαγωγικά) «ανησυχίες» για το αν υπάρχει αλήθεια, αν οι φυσικοί νόμοι είναι αντικειμενικοί ή αν υπάρχουν πολλές υποκειμενικότητες κι άλλα φαιδρά. Η αλήθεια υπάρχει, όπως και η αντικειμενικότητα. Για παράδειγμα, σ’ αυτό το συνέδριο υπάρχει κάτι αντικειμενικό. Όλοι ξέρουμε ότι αφορά την δημοσιογραφία και κανείς μεταμοντέρνος δεν θα μας πείσει ότι από άλλη υποκειμενική θεώρηση είναι ένα συνέδριο ιχθυολογίας.
Κλείνει η παρένθεση.
Δεδομένης της ύπαρξης της αλήθειας λοιπόν ένας δημοσιογράφος αντιμετωπίζει πολλά ηθικά όσο και πλαστά διλήμματα. Δυστυχώς ολόκληρη η συζήτηση για την δημοσιογραφία έχει μπει στον αστερισμό της ηθικολογίας. Αναρωτιέται διαρκώς ποιες είναι οι επιπτώσεις της δουλειάς μας στο κοινωνικό σύνολο, και πως θα διορθωθεί αυτή η δουλειά ώστε να είναι χρήσιμη στο έθνος και στην κοινωνία. Συζητώντας όλα αυτά ξεχάσαμε το πιο βασικό. Το έθνος και η κοινωνία, που πιστεύουμε ότι υπηρετούμε μη δημοσιεύοντας δυσάρεστες στην πλειοψηφία ειδήσεις, λογοκρίνοντας «αιρετικές» απόψεις ενώ λοιπόν τα κάνουμε όλα αυτά το έθνος και η κοινωνία μας έχει γραμμένους. Οι κυκλοφορίες των εφημερίδων έχουν φτάσει στα τάρταρα, τα δελτία ειδήσεων τα βλέπουν περισσότεροι ώστε να μπορούν μετά να τα βρίζουν.
Έτσι, ενώ διαχρονικά «υπηρετήσαμε» (σε εισαγωγικά) και το έθνος και την κοινωνία, οι πολίτες μας γύρισαν την πλάτη. Γιατί; Γιατί δεν υπηρετήσαμε τον βασικό σκοπό της δουλειάς μας: να πούμε την αλήθεια στον κόσμο. Τους παραπλανήσαμε και τους παραπλανάμε σε πλείστα όσα ζητήματα πιστεύοντας μάλιστα ότι πράττουμε το καλό. Πιστέψαμε, με περισσή αυταρέσκεια, ότι εμείς πραγματικά διαφεντεύουμε τον κόσμο και από μια αιχμή σε ένα άρθρο, ή από ένα μονόστηλο που θα δημοσιεύσουμε θα χαθεί η πατρίς. Ξεχάσαμε ότι δουλειά μας δεν είναι να σώσουμε τον κόσμο, αλλά να τον ενημερώσουμε. Να μάθουν οι πολίτες όλες τις παραμέτρους μιας κατάστασης και να κινητοποιηθούν αυτοί για να σώσουν τον κόσμο. Δεν είναι ηλίθιοι οι αναγνώστες μας, είναι οι πελάτες μας…
Το πρώτο βήμα λοιπόν για την θεραπεία ενός δημοσιογράφου είναι να τσακίσουμε το υπετροφικό «εγώ» του. Να τον πείσουμε, ότι δεν είναι ούτε πολεμιστής, ούτε διπλωμάτης, ούτε αστυνόμος, ούτε δικαστής. Είναι απλώς ένας ταπεινός δημοσιογράφος με μια μόνο αποστολή. Να ενημερώνει όσο καλύτερα μπορεί τους πελάτες του: Εδώ θα πρέπει να δούμε και τους κώδικες δεοντολογίας των δημοσιογραφικών ενώσεων. Μήπως επιτάσσουν κι άλλους, πέραν της αλήθειας σκοπούς;
Κάποιοι μπορεί να αναρωτηθούν και τι γίνεται με τα ευαίσθητα εθνικά θέματα; Tι κάνει ένας δημοσιογράφος όταν έχει στα χέρια του κάποιες από τις αποκαλούμενες «εθνικά ευαίσθητες πληροφορίες»; Προέχει το καθήκον του να ενημερώσει το κοινό ή κάποια (ετεροπροσδιοριζόμενη και συχνά πολιτικά οριζόμενη) εθνική επιταγή;
Oι New York Times, βρέθηκαν αρκετές φορές στο δίλημμα μεταξύ του ετεροπροσδιοριζόμενου «εθνικού συμφέροντος» και της αλήθειας. Την πρώτη φορά υπέκυψαν στις εκκλήσεις και τις συγκαλυμμένες απειλές του John F. Kennedy και δεν δημοσίευσαν τίποτε περί της επικείμενης απόβασης στον Κόλπο των Χοίρων στην Kούβα. Tα αποτελέσματα αυτής της επιχείρησης, που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «ανεβάστε την δημοτικότητα του Προέδρου Kennedy», ήταν μια ταπεινωτική ήττα για τις HΠA και ο πρώην διευθυντής της εφημερίδας James “Scotty” Reston, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι το «πνίξιμο αυτής της είδησης» ήταν το μεγαλύτερο λάθος στην δημοσιογραφική του καριέρα.
Βλέπουμε εκ των υστέρων λοιπόν ότι στην προκείμενη περίπτωση το εθνικό συμφέρον επλήγη από τη μη δημοσίευση αυτής της είδησης. Αν οι New York Times είχαν δημοσιεύσει την είδηση θα είχαν προσφέρει μια μεγάλη υπηρεσία και στην πατρίδα τους, αλλά και στους Κουβανούς. Οι ΗΠΑ δεν θα είχαν μια ταπεινωτική ήττα και η πορεία της Κούβας να ήταν διαφορετική. Δεν θα παρέμεναν ένα από τα τελευταία δικτατορικά καθεστώτα στον κόσμο.
Η λέξη κλειδί εδώ είναι «εκ των υστέρων»: στο χαοτικό σύστημα που είναι οι κοινωνίες και οι διεθνείς σχέσεις δεν ξέρουμε ούτε θα μάθουμε ποτέ ποιες είναι οι επιπτώσεις μίας είδησης. Επειδή δε και αυτό που αποκαλούμε «εθνικό συμφέρον» είναι εντελώς απροσδιόριστο -ορίζεται συνήθως για εντελώς ιδιοτελείς λόγους από τους πολιτικούς, κι εσχάτως από τους μητροπολίτες, για εξίσου ιδιοτελείς λόγους- καλά είναι να αφήνουμε το έθνος να προσδιορίζει το συμφέρον του. Και για να το προσδιορίζει πρέπει να ξέρει τα δεδομένα. Όλα…
Το δεύτερο βήμα λοιπόν για να θεραπεύσουμε ένα δημοσιογράφο είναι να τον πείσουμε ότι δεν είναι υπηρέτης καμιάς «εθνικής αλήθειας», καμιάς «κοινωνικής αλήθειας», καμιάς «ταξικής αλήθειας». Πρέπει να δημοσιεύει την αλήθεια χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες της, ακριβώς επειδή δεν ξέρει ποιες είναι οι συνέπειές της. Δεν είναι προφήτης, δεν τον αφορά το μέλλον. Το μόνο που πρέπει να τον αφορά είναι πως να κάνει καλύτερα την δουλειά του στο παρόν.
Το τρίτο βήμα για να θεραπεύσεις ένα δημοσιογράφο είναι να θεραπεύσεις την άγνοιά του. Είναι για παράδειγμα πολλοί αυτοί που στην Ελλάδα μιλούν για την Τουρκία χωρίς να ξέρουν την Τουρκία, όπως φαντάζομαι θα είναι πολλοί εκείνοι εδώ στην Τουρκία που μιλούν για την Ελλάδα χωρίς να ξέρουν την Ελλάδα. Και στις δύο πλευρές του Αιγαίου είναι πολλοί εκείνοι που μιλούν για το διεθνές δίκαιο, για τη Χάγη, για το δίκαιο της θάλασσας για εναέριους χώρους κ.λ.π. έχοντας ακούσει απλώς για όλα αυτά. Κουίζ: πόσοι από μας έχουν στο γραφείο τους το κείμενο της συνθήκης της Λωζάνης, ένα κείμενο από το οποίο απορρέουν τόσα πολλά σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Πόσοι από μας που γράφουν για τα Ίμια μπορούν να βρουν την συνθήκη παραχώρησης των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς στην Ελλάδα, να πάνε στις πηγές και να ελέγξουν τα αίτια της διαμάχης; Πόσοι γνωρίζουν τόσο καλά αγγλικά ή γαλλικά για να διαβάσουν τι προβλέπει (έστω στα βασικά του) το Δίκαιο της θάλασσας σχετικά με τα χωρικά ύδατα και την υφαλοκρηπίδα; Πόσοι από μας που γράφουμε για το Αιγαίο έχουμε την ευχέρεια (γλωσσική κ.ά.) να δούμε προηγούμενες αποφάσεις της Χάγης για αντίστοιχες διαμάχες σε άλλες χώρες;
Βέβαια η άγνοια σε σχέση με την γνώση πάντα θα παραμένει τεράστια αλλά κάποια βήματα έχουν γίνει. Η συνάντηση αυτή (τέταρτη στη σειρά) είναι ένα βήμα για να γνωρίσουμε οι μεν πως σκέπτονται οι δε. Αυτές οι επαφές πρέπει να διευρυνθούν αλλά και όσα λέγονται εδώ να μην χαθούν. Δυστυχώς τα πρακτικά των τριών πρώτων συναντήσεων (πιθανότατα και αυτής) χάθηκαν. Μπορούμε να φτιάξουμε δίγλωσσο ένα web-site που θα εμπεριέχει εκτός από τα πρακτικά αυτών των συναντήσεων κάποια βασικά κείμενα αναφοράς για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Κάτι στο οποίο θα μπορεί κάθε δημοσιογράφος να βρίσκει τι λέει η συνθήκη της Λωζάνης, ποιες είναι οι βασικές αρχές στο δίκαιο της θάλασσας, τι έκαναν άλλες χώρες που είχαν αντίστοιχες διαμάχες κ.λ.π.; Ένα site που θα έχει links σε όλους τους δικτυακούς τόπους σχετικούς με τις σχέσεις των δύο χωρών. Αυτό δεν θα είναι χρήσιμό μόνο σε όσους έχουμε δημοσιογραφική ταυτότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου διαλόγου πλέον ξεφεύγει από τα χέρια μας και πάει στα blogs. Θα είναι χρήσιμο σε όλους για να μάθουμε που πατάμε. Να μην κουβεντιάζουμε και να μην γράφουμε στον αέρα. Να τεκμηριώνουμε κάθε λέξη.
Κλείνοντας θέλω να σας διαβάσω μια παράγραφο του μεγάλου ισραηλινού συγγραφέα Αμος Οζ. Στο μνημειώδες δοκίμιο του με τον τίτλο «Πως μπορείς να θεραπεύσεις ένα φανατικό» αναφέρει: «Προσπαθώ να ενισχύσω την ανάγκη να φανταστεί ο ένας τον άλλον. Να φανταστεί ο ένας τον άλλον όταν καβγαδίζουμε, να φανταστεί ο ένας τον άλλον όταν παραπονιόμαστε, να φανταστεί ο ένας τον άλλον ακριβώς τη στιγμή που αισθανόμαστε ότι έχουμε απόλυτο δίκιο. Ακόμη κι όταν έχουμε απόλυτο δίκιο και ο άλλος έχει απόλυτο άδικο, είναι πάντα χρήσιμο να φανταζόμαστε ο ένας τον άλλον».
Εμείς δεν έχουμε την ανάγκη μόνο να φανταστούμε. Πρέπει και να το καταγράφουμε. Όχι για να υπηρετήσουμε την ειρήνη, αλλά για να πούμε όλη την αλήθεια στους λαούς μας.
Δεν τρέφω αυταπάτες ότι εμείς μπορούμε να φέρουμε την ειρήνη στο Αιγαίο, ούτε ότι εμείς θα σώσουμε τις χώρες μας από την ανόητη φρενίτιδα των εξοπλισμών. Η αίσθησή μου όμως είναι πως αν κάνουμε καλή και τεκμηριωμένη δημοσιογραφία όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν. Κάποτε ένας αμερικανός διανοητής είχε γράψει ότι ποτέ δύο χώρες που έχουν στο έδαφος τους McDonalds δεν ενεπλάκησαν σε πόλεμο. Η δική μου αίσθηση είναι πως όταν δύο χώρες έχουν καλή κι αντικειμενική δημοσιογραφία, μια δημοσιογραφία απαλλαγμένη από κάθε είδους «ανώτερες της αλήθειας επιδιώξεις», δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα βρουν.
Στιγμιότυπο από την πρώτη συνεδρίαση της 4ης ελληνοτουρκικής διάσκεψης Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Από αριστερά: Παύλος Τσίμας (αρθρογράφος «Τα Νέα»), Εκρέμ Ντουμανλί (αρθρογράφος «Σαμπάχ»), Γιάννης Τζαννετάκος, Ερντάκ Σαφάκ (εκδότης της εφημερίδας «Ζαμάν»), Πάσχος Μανδραβέλης (αρθρογράφος «Καθημερινή»). (Φωτό: Ν. Μαγγινας)
Εισήγηση στην «4η συνάντηση Ελλήνων-Τούρκων Δημοσιογράφων». Κωνσταντινούπολη 10.6.2006