Η αισθητική ρύπανση των δημοσίων χώρων έχει πολιτική προϊστορία. Ξεκίνησε ως ελευθερία του λόγου για να καταλήξει στη χυδαιότητα.
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια κάτι το παράδοξο επιβίωνε στους δημόσιους χώρους των πόλεων. Σε ένα τοπίο γεμάτο αφίσες (πολιτικές και εμπορικές), γκράφιτι, συνθήματα (κομμάτων ή χουλιγκάνων), αυτοκόλλητα κλειδαράδων, «Ενοικιάζεται» και «Πωλείται» οι μόνες αλώβητες επιφάνειες ήταν των πινακίδων της Tροχαίας. Πιθανότατα να λειτούργησε η προειδοποίηση στο πίσω μέρος που έγραφε: «Κάθε ζημία πινακίδας τιμωρείται με φυλάκιση δύο (2) ετών».
Το ταμπού έσπασε με τις μεγάλες διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Ιράκ. Τότε οι ακτιβιστές κόλλησαν στις πινακίδες «STOP», ένα κόκκινο αυτοκόλλητο που έγραφε «the war». Hταν μια έξυπνη ιδέα για να προπαγανδίσουν την αντίθεση σε ένα παράνομο από κάθε άποψη πόλεμο. Eτσι όμως άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Μπορεί ο πόλεμος να μη σταμάτησε, αλλά η αυτοκόλληση στις πινακίδες απενοχοποιήθηκε. Σήμερα όλες οι πινακίδες της Tροχαίας κρύβονται από χιλιάδες αυτοκόλλητα – κυρίως ποδοσφαιρικών συνδέσμων και δευτερευόντως εμπορικών επιχειρήσεων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό και το είχαμε επισημάνει παλιότερα. Η αφισοκόλληση υπήρξε μια κατάκτηση της Μεταπολίτευσης και, όπως όλα τα πράγματα που απαγορεύτηκαν από τη δικτατορία, ασκήθηκε επί Δημοκρατίας καθ’ υπερβολήν. Υπήρξαν κάποιες σποραδικές προσπάθειες να εφαρμοστεί ο νόμος αλλά, όπως πάντα, εφαρμόστηκε επιλεκτικά και επί των πολιτικά αδυνάμων. Κάποιοι δήμοι έφτιαξαν ειδικούς χώρους για να ασκείται με ευπρέπεια το «επαναστατικό καθήκον», αλλά τα ταμπλό έμειναν αχρησιμοποίητα, ενώ οι γύρω τοίχοι έσφυζαν από αφίσες. Κάποιες ελάχιστες φορές διακηρύχτηκε από αρμόδιους υπουργούς ότι θα εφαρμοστεί ο νόμος και αυτοί άμεσα χρίστηκαν «λογοκριτές». Το δικαίωμα στη ρύπανση έγινε συνώνυμο της ελευθερολογίας.
Με τα χρόνια όμως, τα καλύτερα παιδιά, που ήταν και καλοί αφισοκολλητές, κουράστηκαν και πήγαν στο σπίτι. Τη θέση τους πήραν επαγγελματικά συνεργεία, που έκαναν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα τη δουλειά. Κατόπιν, εκτός των συντρόφων και η πολιτική έγινε του καναπέ. Eτσι, αν προσέξουμε σήμερα τους τοίχους ελάχιστες είναι οι πολιτικές αφίσες. Κυριαρχεί η Σούλα και η Μπούλα που τραγουδούν στην εθνική οδό, η Πράγα και η Βουδαπέστη, που μπορεί να επισκεφθεί κάποιος με μόλις 199 ευρώ. Το κατακτημένο δικαίωμα πολιτικής έκφρασης μετετράπη σε προνόμιο εμπορικής εκμετάλλευσης των δημόσιων χώρων. Ακόμη και στα ΑΕΙ, τα εμπορικά μηνύματα στους τοίχους αρχίζουν να ξεπερνούν τα πολιτικά.
Κάπως έτσι χάνουμε πολλούς δημόσιους χώρους. Eνα άλλο παράδειγμα είναι η απελευθέρωση των ραδιοκυμάτων από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο. Οι προθέσεις ήταν αγαθές και η μάχη νικηφόρα. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν να γεμίσει το βήμα του ελεύθερου διαλόγου που κατακτήθηκε από Σούλες, Μπούλες, ριάλιτι και σκουπίδια.
Είναι περίεργο, αλλά οι μάχες κυρίως της Αριστεράς για απελευθέρωση του δημόσιου χώρου (είτε αυτός είναι ένας τοίχος είτε τα ραδιοκύματα) από το σφιχτό καθωσπρεπισμό του «αστικού κράτους» κατέληξε να αφεθεί αυτός ο χώρος στους απέναντι: Στους μικρούς ή μεγάλους επιχειρηματίες που εκμεταλλεύονται τη δημόσια περιουσία, χωρίς να πληρώνουν δραχμή. Χειρότερα: Εκχυδάισαν τους δημόσιους χώρους, κατέστρεψαν την αστική αισθητική -που αν και δεν ήταν επαναστατική ήταν σίγουρα αισθητική- και τη θέση της πήρε η κουρελαρία. Αν θέλουμε να το δούμε συνολικότερα, έτσι καταστράφηκε και το οικιστικό περιβάλλον. Ενώ, για παράδειγμα, η κοινωνία προστάτευε τις ακτές από το πολυεθνικό κεφάλαιο, οι μικροί αυθαίρετοι οικιστές τη γέμισαν άθλια οικήματα. Eτσι και το περιβάλλον καταστρέψαμε και τουριστική υποδομή δεν αποκτήσαμε.
Ζήσαμε, λοιπόν, μια ακόμη επανάσταση, που όχι μόνο πήγε στράφι, αλλά άφησε πίσω της χειρότερη, της προηγούμενης, κατάσταση. Το πιο τραγικό είναι πως δεν μπορεί να οικοδομηθεί κοινωνική δυναμική για επανακατάκτηση των δημόσιων χώρων, επειδή ακριβώς η καταπάτησή τους είναι πολιτικά οικουμενική και διαστροφικά δημοκρατική. Oποιος προλάβει καταπατά, μπογιατίζει ή κολλά. Κυρίως οι λατρευτοί μας μικρομεσαίοι. Κι αν κάποιος ορθώσει διαμαρτυρία, τότε χρίζεται λογοκριτής ή ανάλγητος…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.6.2006