Τα έξι περιστατικά αστυνομικής βαρβαρότητας που είδαμε στην τηλεόραση -ακόμη κι αν είναι τα μόνα που έγιναν στα αστυνομικά τμήματα τα τελευταία χρόνια- δεν είναι μεμονωμένα.
Λοιπόν: ένα συν ένα ισούται με δύο. Και ο αριθμός δύο, όπως εξάλλου το τρία, το τέσσερα, το πέντε κ.λπ. διαφέρουν της μονάδας. Αυτή η μικρή εισαγωγή στη στοιχειώδη αριθμητική είναι πλέον αναγκαία. Eιδικά για τον κυβερνητικό εκπρόσωπο κ. Ε. Αντώναρο, ο οποίος ενημερώνοντας τους πολιτικούς συντάκτες, αναφέρθηκε σε «μεμονωμένα περιστατικά βασανισμών» μετά την αποκάλυψη του έκτου στη σειρά βίντεο όπου αστυνομικοί δέρνουν αλύπητα ένα κρατούμενο. Κι επειδή πια η κυβέρνηση έχει περάσει στον αστερισμό του newspeak (είναι κατά τον Οργουελ η γλώσσα που διαστρέφει ολοκληρωτικά το μήνυμα, όπως επί παραδείγματι «ο πόλεμος είναι ειρήνη») καθίσταται αναγκαίο να υπενθυμίσουμε τις απλές αρχές της αριθμητικής και της ελληνικής γλώσσας. Τα έξι περιστατικά αστυνομικής βαρβαρότητας που είδαμε στην τηλεόραση -ακόμη κι αν είναι τα μόνα που έγιναν στα αστυνομικά τμήματα τα τελευταία χρόνια- δεν είναι μεμονωμένα. Σε απλά ελληνικά χαρακτηρίζονται «πολλαπλά κρούσματα αστυνομικής βίας». Κι αυτό είναι τόσο σίγουρο, όσο η απλή αριθμητική πράξη, έξι επί ένα ίσον έξι.
Το θέμα βέβαια δεν είναι να μπει κάποιος σε φιλολογικό καβγά με τον κ. Αντώναρο. Μια τέτοιου τύπου διαφωνία, θα ήταν χαριτωμένη αλλά άγονη. Το ερώτημα είναι τι κάνει η κυβέρνηση γι’ αυτά τα φαινόμενα αστυνομικής βίας. Προφανώς τίποτε, διότι από τη στιγμή που θεωρεί τους βιντεοσκοπημένους βασανισμούς «μεμονωμένα κρούσματα», δεν μπορεί να τα δει ως συμπτώματα μιας βαριάς ασθένειας. Ασθένειας η οποία προϋπήρχε της 7ης Μαρτίου 2004, αλλά έκτοτε επιδεινώνεται ραγδαία.
Δεν θέλει πολύ: Κάτι οι χαρακτηρισμοί «πραίτορες των πόλεων», λίγο το κλείσιμο του ματιού όταν ένστολοι κάνουν υπέρβαση εξουσίας, κάτι οι «ΕΔΕ μαϊμού» που παραδοσιακά κάνει η ΕΛΑΣ, στο τέλος κανείς δεν θα νιώθει ασφαλής. Οχι εξαιτίας της αυξανόμενης εγκληματικότητας, αλλά της αστυνομίας. Το βλέπουμε, εξάλλου, στους δρόμους. Οι αστυνομικοί δεν μιλούν πλέον σε πολίτες. Αρχίζουν να έχουν το τόνο που κάποιοι, κάποτε, απευθύνονταν σε υπηκόους. Κι αυτό είναι φυσικό: αφού η πρώτη ύλη των σωμάτων ασφαλείας είναι αμούστακα παλικάρια, χωρίς την απαιτούμενη παιδεία, ο αρχικός φόβος μετατρέπεται σε υπεροψία για να καταλήξει σε σαδισμό. Όταν μάλιστα ακούσουν «το κράτος είστε εσείς» και νιώσουν ασφαλείς καταπατώντας το νόμο, τότε οι βασανισμοί απέχουν ένα βήμα από τα αστυνομικά τμήματα. Κι εξ όσων είδαμε, αυτό το βήμα έχει ήδη γίνει.
Η δουλειά των σωμάτων ασφαλείας είναι σύνθετη. Πρέπει να επιβάλλουν το νόμο μέσα στα πλαίσια του νόμου. Ιστορικά αποδείχθηκε ότι οι αστυνομίες που υπήρξαν μακροχρόνια αποτελεσματικές, ήταν εκείνες που τιμούσαν το πνεύμα και το γράμμα της δημοκρατίας. Αυτές απέκτησαν την εμπιστοσύνη των πολιτών, παράγων κρίσιμος για την επιβολή του νόμου. Κι αν η δουλειά των σωμάτων ασφαλείας είναι σύνθετη, τότε η δουλειά των πολιτικών και φυσικών προϊστάμενων τους είναι διπλά σύνθετη. Η διαχείριση αυτού του ανθρώπινου δυναμικού δεν απαιτεί αρχαιοπρεπείς κορώνες, αλλά σύνεση. Τέτοια που θα επιτύχει την δύσκολη ισορροπία μεταξύ του αναγκαίου ηθικού που χρειάζονται τα σώματα ασφαλείας για να επιτελέσουν το έργο τους, και της σύννομης συμπεριφοράς. Τέτοια αστυνομία χρειαζόμαστε κι όχι σώματα ραβδούχων.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 8.7.2007