Oλα όσα καταγράφονται σε υπολογιστές του Δημοσίου είναι δημόσια δεδομένα και σύμφωνα με μια κίνηση πολιτών «δικά μας δεδομένα», ανήκουν δηλαδή στον ελληνικό λαό.
Το τραγικό δεν είναι ότι λείπουν τα 35 κινητά τηλέφωνα που ένας υπουργός της απελθούσης κυβέρνησης έδωσε στους συμβούλους του. Το τραγικό είναι ότι αυτός ο υπουργός χρειαζόταν 35 συμβούλους για να μην κάνει τη δουλειά του. Διότι -πώς στην ευχή; – μπορεί να είναι παραγωγικός ένας άνθρωπος που χρειάζεται μισό λόχο συμβούλων; Από μια φράση να έλεγε ο καθένας δημιουργείται απίστευτος θόρυβος. Iσως γι’ αυτό να μην ανταποκρίθηκαν οι περισσότεροι υπουργοί στα καθήκοντά τους· πλεόναζαν οι συμβουλές και τελμάτωνε η διοικητική ιεραρχία.
Η απουσία, όμως, όλων των σκληρών δίσκων απ’ όλα τα γραφεία των υπουργών πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις. Δεν ήταν μια κλοπή κάποιων παρατρεχάμενων για ίδιον όφελος (οι σκληροί δίσκοι πουλιούνται πλέον με το κιλό) και η ζημιά δεν είναι απλώς ότι για κάποιες μέρες τα γραφεία των νέων υπουργών ήταν νεκρά, επειδή οι υπολογιστές τους ήταν άψυχα κουτιά. Το σημαντικότερο είναι ότι η Δημόσια Διοίκηση, τουλάχιστον στην κορυφή της, πάσχει από ένα ιδιότυπο Αλτσχάιμερ. Τα υπουργεία δεν έχουν μνήμη. Οι επόμενοι δεν μπορούν να συνεχίσουν το έργο των προηγούμενων, δεν μπορούν να διορθώσουν τα κακώς κείμενα και να συνεχίσουν τα καλώς καμωμένα. Πρέπει να ψάξουν το νήμα των ενεργειών του κράτους στη δαιδαλώδη διοίκηση των υπουργείων τους. Κι αυτό είναι περιττό χασομέρι.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση έχουμε μια μίνι μεταπολίτευση, όπως ορθώς είπε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο ο Συνήγορος του Πολίτη. Απ’ ό, τι αποδείχθηκε, όχι μόνο στα πρόσωπα, αλλά και στα μολύβια. Φυσικά και στην πληροφορική τεχνολογία.
Το 2004, η χώρα έκανε ένα μικρό βήμα μπροστά: είδαμε τον απερχόμενο πρωθυπουργό να περιμένει στο Μαξίμου τον νεοεισερχόμενο, είδαμε και κάποιες παραδόσεις επί της ουσίας εκτός από εκείνα που παίζουν στις κάμερες. Φέτος, αυτή η παράδοση τηρήθηκε κατά το ήμισυ και αυτό οφείλεται μόνο στον κ. Καραμανλή, ο οποίος περίμενε τον διάδοχό του στο πρωθυπουργικό μέγαρο. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, απελθόντες γενικοί γραμματείς δεν είχαν αφήσει πίσω ούτε τον αριθμό του τηλεφώνου τους και οι νέοι υπουργοί τούς βρήκαν μέσω δημοσιογράφων.
Το θέμα, όμως, των σκληρών δίσκων αποκαλύπτει την απουσία πολιτικής του ελληνικού κράτους σε σχέση με τα ηλεκτρονικά δεδομένα. Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι σ’ αυτούς τους δίσκους υπήρχαν πληροφορίες που αφορούν την ιδιωτική ζωή των υπουργών, συμβούλων και παρατρεχάμενων.
Φυσιολογικά, όλα όσα καταγράφονται σε υπολογιστές του Δημοσίου είναι δημόσια δεδομένα και σύμφωνα με μια κίνηση πολιτών «δικά μας δεδομένα», ανήκουν δηλαδή στον ελληνικό λαό. Στον δημόσιο χώρο δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή των πολιτικών και οι πληροφορίες για την ιδιωτική τους ζωή δεν μπορούν να καταγράφονται σε δημόσια περιουσία. Αυτό σε προηγμένες χώρες είναι σαφές από τη δεκαετία του 1970. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, υπάρχει η δικαστική απόφαση για τις «μαγνητοταινίες του Γουότεργκεϊτ», που ο Νίξον αναγκάστηκε να δώσει, παρά το γεγονός ότι εκείνος είχε μια καλύτερη δικαιολογία: την εθνική ασφάλεια. Στην Ελλάδα, πάλι, θεωρείται φυσιολογικό όχι μόνο να παίρνει κάποιος φεύγοντας τα δεδομένα, αλλά και τα φυσικά μέσα εγγραφής τους…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 14.10.2009