Αυτό που αποκαλούμε «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» δεν είναι και δεν εννοεί να είναι μία in vitro εξουσία. Είναι η έκφραση της κοινωνίας, η οποία όμως πηγάζει από κάποιες θεμελιώδεις αρχές.
Ο μεγάλος γάλλος φιλόσοφος βαρόνος Μοντεσκιέ ήταν ο πρώτος που, από τον 18ο αιώνα, έκανε την διάκριση των τριών εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική δικαστική) ως θεμέλιο λίθο της δημοκρατικής Πολιτείας. Η πρώτη φτιάχνει τους κανόνες συμβίωσης των πολιτών, η δεύτερη τους εφαρμόζει και η τρίτη ελέγχει την σωστή εφαρμογή τους. Ο διαχωρισμός αυτός ήταν αναγκαίος έτσι ώστε σε μια δημοκρατική Πολιτεία να υπάρχουν οι αναγκαίοι «έλεγχοι και ισορροπίες» (checks and balances) ανάμεσα στους φορείς της εξουσίας ώστε ποτέ να μην συγκεντρωθεί υπερβολική δύναμη σε ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων. Αυτό το μοντέλο αρχών διακυβέρνησης δοκιμάστηκε στα διακόσια και πλέον χρόνια που πέρασαν από την Αμερικανική και Γαλλική επανάσταση και δείχνει ότι λειτούργησε.
Αυτό που πρέπει κατ’ αρχήν να ξεκαθαριστεί είναι πως και οι τρεις εξουσίες, εφόσον ασχολούνται με τα της Πόλης, παράγουν Πολιτική με την ευρεία έννοια του όρου. Αυτό που αποκαλούμε «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» δεν είναι και δεν εννοεί να είναι μία in vitro εξουσία. Είναι η έκφραση της κοινωνίας, η οποία όμως πηγάζει από κάποιες θεμελιώδεις αρχές. Στις σύγχρονες κοινωνίες η κοινωνική έκφραση της δικαιοσύνης φαίνεται ξεκάθαρα στις αποκαλούμενες «δύσκολες περιπτώσεις», όταν δηλαδή η κοινωνία έχει να σταθμίσει δύο θεμελιώδεις αρχές του δικαίου π.χ. ελευθερία και ζωή. Η βιοτεχνολογία για παράδειγμα είναι μία από αυτές τις «δύσκολες περιπτώσεις». Υπάρχει αφενός το ερώτημα πότε ένα κύτταρο γίνεται ζωή και κατά δεύτερον η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας. Οι δικαστικές αποφάσεις που επικύρωσαν ή απέρριψαν νομοθετήματα για την βιοτεχνολογική έρευνα δεν είναι παρά μια κοινωνική έκφραση φόβων ή ελπίδων της ίδιας της κοινωνίας απέναντι σε νέα διλήμματα που θέτει η επιστήμη.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι απέχουμε πολύ από τον προβληματισμό για τον ρόλο της δικαιοσύνης στις «δύσκολες περιπτώσεις». Αντίθετα, αυτό που μας προβληματίζει είναι η καθημερινή λειτουργία της δικαιοσύνης και οι αποφάσεις της ανά μεμονωμένη περίπτωση.
Είτε δικαίως, είτε αδίκως αμφισβητούνται οι δικαστικές αποφάσεις (που σημειωτέον δεν αφορούν τις αποκαλούμενες «δύσκολες περιπτώσεις») και καταγγέλλεται πολιτική παρέμβαση στο χώρο της δικαιοσύνης τότε αυτό δείχνει ότι το δικαιικό σύστημα, αλλά και η κοινωνία συνολικά βρίσκεται σε κρίση. Από την στιγμή που καταγγέλλεται στις υποθέσεις τρομοκρατίας ότι οι αποφάσεις ήταν αποτέλεσμα κοινωνικής ή πολιτικής πίεσης τότε η δικαιοσύνη έχει το σοβαρό πρόβλημα. Από την στιγμή που υπάρχει η κοινωνική ή πολιτική πίεση για έκδοση κάποιων αποφάσεων τότε η κοινωνία και η Πολιτεία έχει το πρόβλημα. Και για να το κάνουμε πιο λιανά: αν π.χ. η κοινωνία αποφασίσει ότι για κάποιους λόγους είναι καλό να μπαίνουν βόμβες τότε όχι μόνο τα δικαστήρια, αλλά και η Βουλή πρέπει να … τιμούν τους βομβιστές. Από την στιγμή που έχει αποφασισθεί ότι είναι παράνομη η τοποθέτηση βομβών, οι βομβιστές πρέπει να τιμωρούνται σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου. Η κοινωνική και πολιτική πίεση για αθώωση βομβιστών δείχνει ότι η κοινωνία και η πολιτική ηγεσία που τελεί εν συγχύσει. Δεν θέλει τις βόμβες, αλλά αγαπάει τους βομβιστές. Δημιουργεί όμως και την αίσθηση έλλειψης κράτους δικαίου στον τόπο, όπου ο καθείς είναι σίγουρος πως η μεμονωμένη παρανομία είναι δυνάμει ατιμώρητη όταν δημιουργούνται οι κατάλληλες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Σ’ αυτή την περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι απλώς η μη απόδοση δικαίου σε κάποιες περιπτώσεις. Αυτή η αίσθηση της ανομίας, είναι πράσινο φως για περισσότερη παρανομία…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28.2.2002