Η ελευθερία του λόγου πρέπει να είναι απόλυτη, αλλιώς παύει να είναι ελευθερία. Ακόμη και οι απεχθείς, ακόμη και οι γελοίες προτάσεις έχουν δικαίωμα ύπαρξης στο δημόσιο διάλογο.
«Το Σύνταγμα φτιάχτηκε για να προστατεύει τις απόψεις που προσβάλλουν. Τις άλλες, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν προσπάθησε κανείς να τις λογοκρίνει»
Mike Godwin (Αμερικανός δικηγόρος, της «Αμερικανικής Ένωσης για τα Πολιτικά Δικαιώματα»-ACLU)
Είναι παλιό το δίλημμα αν οι εχθροί της ελευθερίας δικαιούνται να απολαμβάνουν την ελευθερία, την οποία απεχθάνονται. Το δίλημμα δεν υπάρχει για τους «μισελεύθερους», αλλά για τους φιλελεύθερους. Οι αρχές των πρώτων, έτσι κι αλλιώς, είναι α λα καρτ. Ομνύουν στη Δημοκρατία στο βαθμό που εξυπηρετεί το σκοπό τους, δηλαδή την καταστροφή της Δημοκρατίας. Υιοθετούν τη ρητορική των δικαιωμάτων του ατόμου για τις γιορτές τους, όταν κατηγορούν τη Δύση ότι παραέδωσε δικαιώματα σε άλλες ομάδες ανθρώπων (μετανάστες, ομοφυλόφιλους, αντεθνικιστές κ.λπ.) Θέλουν να φιμώσουν όλους όσους αμφισβητούν τις κατ’ αυτούς «πατροπαράδοτες αρχές», ζητώντας ταυτόχρονα δικαίωμα ελευθερολογίας για τα κηρύγματα μίσους των.
Δεν αναφερόμαστε μόνο στους νεοφασίστες που ψάχνουν τρόπο να στήσουν το πανηγύρι τους στη Χαλκίδα. Οι «μισελεύθεροι» υπάρχουν παντού. Είναι κήρυκες ιερών δογμάτων -οι πιο ακραίοι είναι οι ισλαμιστές, αλλά υπάρχουν και εγχώριοι που ζητούν την απαγόρευση βιβλίων, ταινιών, τραγουδιών, συναυλιών κ.λπ. Υπάρχουν και στην Αριστερά, η οποία στο όνομα της ελευθερίας ζητεί εκπτώσεις της ελευθερίας των άλλων. Πώς αλλιώς μπορεί να ειδωθεί η ομόθυμη απαίτηση να απαγορευθεί το φεστιβάλ του μίσους που οι ακροδεξιές οργανώσεις θέλουν να στήσουν τώρα τον Σεπτέμβριο;
Το 1977 ο Φρανκ Κόλιν, ηγέτης μιας μικρής οργάνωσης που ονομαζόταν «Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής», ζήτησε άδεια για να κάνει πορεία με σβάστικες και ναζιστικές στολές μπροστά στο δημαρχείο ενός προαστίου του Σικάγο, ονόματι Σκόκι. Ο Δήμος, του οποίου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Εβραίοι (πολλοί ήταν επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος) απαγόρευσε τη διαδήλωση. Ένα εκ των βασικών επιχειρημάτων ήταν ότι προκαλεί ψυχική οδύνη στους ακροατές και συνεπώς ισοδυναμεί με φυσική επίθεση εναντίον τους. Το εφετείο και το Ανώτατο δικαστήριο του Ιλινόις, όπου κατέληξε η υπόθεση, απεφάνθησαν ότι η συγκέντρωση αποτελεί λόγο, απεχθή μεν αλλά πολιτικό, και όσοι ήθελαν μπορούσαν να τον αποφύγουν. Η έκπληξη όμως σ’ αυτή την υπόθεση προήλθε από την «Αμερικανική Ένωση για τα Πολιτικά Δικαιώματα» (ACLU), μιας ιστορικής οργάνωσης που χρόνια μάχεται για τα δικαιώματα των μαύρων και την εξάλειψη του ρατσισμού στις ΗΠΑ. Παρενέβη κατά της απαγόρευσης (με σημαντικό κόστος: 30.000 μέλη έφυγαν από την οργάνωση σε ένδειξη διαμαρτυρίας) διότι, όπως είπε ο Εβραίος νομικός της οργάνωσης Άριεν Νέιερ, «υπερασπίζοντας τον εχθρό μου, υπερασπίζομαι ταυτόχρονα και το δικό μου δικαίωμα στο λόγο».
Εξάλλου, όπως γράφει ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου κ. Σταύρος Τσακυράκης «η καταπίεση του λόγου σκεπάζει, δεν λύνει προβλήματα, δημιουργεί πικρίες, μίση και απειλεί την κοινωνική συνοχή. Ο λόγος δρα εκτονωτικά, μετριάζει την αίσθηση αποκλεισμού κάποιων ομάδων, είναι βασικός μηχανισμός μεταξύ σταθερότητας και αλλαγής» («Η Ελευθερία του Λόγου στις ΗΠΑ», εκδ. Σάκκουλα).
Η ελευθερία του λόγου πρέπει να είναι απόλυτη, αλλιώς παύει να είναι ελευθερία. Ακόμη και οι απεχθείς, ακόμη και οι γελοίες προτάσεις έχουν δικαίωμα ύπαρξης στο δημόσιο διάλογο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνονται σεβαστές («Το δικαίωμά σου να ομιλείς δεν σημαίνει και υποχρέωσή μου να σε πάρω στα σοβαρά», είχε πει ο Χέρμπερτ Χάμφρεϊ). Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου που πρέπει να απολαμβάνουν οι κήρυκες της μισαλλοδοξίας, το απολαμβάνουν και οι υπόλοιποι. Γι’ αυτό τα κόμματα και η κυβέρνηση που είναι στυλοβάτες της Δημοκρατίας οφείλουν να κράξουν δεόντως το πανηγυράκι. Αλλά και να το επιτρέψουν να γίνει…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8.9.2005